Την ανάληψη της είσπραξης και διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας στην ετήσια έκθεση για το 2024. Όπως εξηγεί:
Σημειώνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που διατυπώνεται αντίστοιχη πρόταση, καθώς η κυβέρνηση είχε εξετάσει αυτό το σενάριο και παλαιότερα ώστε ο φόρος να καταλήγει στους Δήμους που θα διαχειρίζονται τα χρήματα για να μην υποβάλουν αιτήματα χρηματοδότησης στο κράτος.
Η ανάθεση της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ στις τοπικές αρχές θα άλλαζε την κατάταξη της Ελλάδος ως προς το δείκτη φορολογικής αποκέντρωσης.
Όπως σημειώνεται, στην Ελλάδα το 2016 το ποσοστό των φορολογικών εσόδων που διαχειρίζονται οι τοπικές αρχές ήταν της τάξεως του 2,94% των συνολικών φορολογικών εσόδων, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχονταν στο 12,64%. Δεδομένου ότι η διαχείριση του ΕΝΦΙΑ γίνεται από την Κεντρική Διοίκηση και αφορά μεγάλο μέρος των εσόδων φορολόγησης περιουσίας, η ανάθεση της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ στις τοπικές αρχές θα άλλαζε την κατάταξη της Ελλάδος ως προς το δείκτη φορολογικής αποκέντρωσης.
Καταγράφοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της διαχείρισης του φόρου από τους Δήμους, η Τράπεζα της Ελλάδας αναφέρει:
Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει 9 απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή/και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, τη Δανία και την Ιρλανδία
Αναφορικά με τα μειονεκτήματα της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ από τους Δήμους, σημειώνεται η ορατή έλλειψη τεχνοκρατικής υποδομής για την πλειοψηφία των δήμων και η ανάγκη εκπαίδευσης και εξοικείωσής τους με τα σχετικά εργαλεία.
Κάτι τέτοιο δεν είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος των δήμων – επιπλέον, αποτελεί πρόκληση αφού η αποτελεσματική διαχείριση του φόρου περιουσίας προϋποθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και εξειδικευμένο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται και από τη βούληση των ίδιων των δήμων.
Μια τέτοια προσπάθεια συνδέεται αναπόφευκτα με αυξημένο διοικητικό κόστος μεσοπρόθεσμα και ενδεχομένως με τον κίνδυνο κακοδιαχείρισης, που όμως θα αντισταθμίζεται από αμεσότερη λογοδοσία προς τις τοπικές κοινωνίες.
Θα πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι η πλημμελής διαχείριση των φορολογικών εργαλείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ δήμων, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να συμβάλει και στον φορολογικό ανταγωνισμό (όσον αφορά τον φόρο περιουσίας), παραπέμποντας στην αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και εποπτείας κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου.
Στην έκθεση ακόμα αναφέρεται πως: «η ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης απαιτεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα κινήτρων και στοχευμένων πολιτικών. Οι ανωτέρω παρεμβάσεις μπορούν να αποδώσουν ακόμη μεγαλύτερα οφέλη εάν συνδυαστούν με φορολογικά κίνητρα προς τους καταναλωτές για την ενίσχυση της χρήσης ηλεκτρονικών πληρωμών σε τομείς υψηλής παραβατικότητας, καθώς και με την επανεξέταση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών βάσει της αναπτυξιακής και κοινωνικής τους αποτελεσματικότητας.
Η εφαρμογή ενός σύγχρονου και αυστηρότερου πλαισίου φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να διασφαλίσει τη σταθερή αύξηση των φορολογικών εσόδων, να ενισχύσει τη φορολογική δικαιοσύνη και να συμβάλει καθοριστικά στη δημοσιονομική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα», τονίζει η έκθεση.
Οι προαναφερθείσες παρεμβάσεις μπορεί να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα αν συμπληρωθούν με φορολογικά κίνητρα για τους καταναλωτές ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη συναλλαγών σε τομείς με υψηλή φοροδιαφυγή και με επανεξέταση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών με γνώμονα την οικονομική και αναπτυξιακή δυναμική τους, αλλά και με αποτελεσματικότερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής, αναφέρει η ΤτΕ.
Πηγή: imerisia.gr