• Οι παιδοπόλεις της Φρειδερίκης: Τα «παιδιά-λάφυρα» του Εμφυλίου γίνονται ταινία

    Οι παιδοπόλεις της Φρειδερίκης: Τα «παιδιά-λάφυρα» του Εμφυλίου γίνονται ταινία

    Αναγνώσεις: 1K

Ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς βρέθηκε στα 8 του χρόνια στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Σήμερα μιλάει στο ΒΗΜΑ για όσα βίωσε ως παιδί κι έγιναν κατάθεση ψυχής που αναπαρίσταται στην ταινία «Θολός βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη.

Οι παιδοπόλεις στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη αναφέρει στη βιβλιογραφία της σχετικά: «Στη διάρκεια του Ελληνικού εµφυλίου πολέμου (1946-1949) οι δύο αντιµαχόµενοι στρατοί συγκέντρωσαν και µετακίνησαν παιδιά από τις εστίες τους. Οι κυβερνητικές δυνάµεις τα µετέφεραν στις Παιδοπόλεις, οι οποίες είχαν ιδρυθεί από τον «Έρανο της Πρόνοιας Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος υπό την υψηλή προστασία της Α.Μ. της Βασιλίσσης». Ο ∆ηµοκρατικός Στρατός µετέφερε παιδιά έξω από τα σύνορα της χώρας, σε αντίστοιχα ιδρύµατα των ανατολικών χωρών.

»Τα παιδιά που µετακινήθηκαν στην ουσία και «σώθηκαν» και «απήχθησαν». Σώθηκαν γιατί προφυλάχθηκαν από τους βοµβαρδισµούς, σιτίστηκαν καλύτερα απ’ όσα έµειναν στα χωριά τους, και πολλά από αυτά µορφώθηκαν. Απήχθησαν όµως µε την έννοια ότι και τα δύο στρατόπεδα ήθελαν να τα εκπαιδεύσουν σύµφωνα µε τα δικά τους πιστεύω, να τα εγκλωβίσουν στον δικό τους κόσµο. Να προπαγανδίσουν την πολιτική τους. Η προστασία που τους παρείχαν ήταν τέτοια ώστε το «καλό» του προστατευόµενου να ταυτίζεται µε το «καλό» του προστάτη.

»Είναι βέβαιο ότι αρκετοί γονείς έδωσαν οικειοθελώς τα παιδιά τους και είναι άλλο τόσο βέβαιο ότι πολλοί γονείς δεν ήθελαν να τα αποχωριστούν και εξαναγκάστηκαν να τα δώσουν».

Ο Γιάννης Ατζακάς, φιλόλογος και συγγραφέας, έγραψε για το προσωπικό του βίωμα και τραύμα από τις παιδοπόλεις όπου πέρασε έξι χρόνια ως παιδί, σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Με τη σειρά της, η σκηνοθέτρια Ελένη Αλεξανδράκη αποφάσισε να μεταφέρει την ιστορία του στη μεγάλη οθόνη και στην ταινία «Θολός Βυθός», διασκευάζοντας ελεύθερα τα αυτοβιογραφικά βιβλία του συγγραφέα «Διπλωμένα φτερά» (2007) και «Θολός βυθός» (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009) των εκδόσεων ΑΓΡΑ.

Στην τρυφερή ηλικία των 8 ετών, το 1949, ο μικρός Γιάννης θα φύγει, με απόφαση της γιαγιάς του, την οποία γνώρισε και έμαθε ως μητέρα, από τον μικρόκοσμο του χωριού του στη Θάσο, προκειμένου να μάθει γράμματα. Μέχρι τα 16 του, θα βρεθεί σε τέσσερις διαφορετικές παιδοπόλεις της τότε βασίλισσας Φρειδερίκης μαζί με άλλα «ανταρτόπληκτα» παιδιά, όπως αποκαλούσαν τότε τα παιδιά των ανταρτών. Θα γνωρίσει πρόσωπα πολλά, με θέσεις στην ιεραρχία των παιδοπόλεων, που με διάφορους τρόπους θα καθορίσουν τη ζωή του, αλλά θα βρει και φίλους, θα μάθει και τα γράμματα, πάντοτε όμως τα ερωτηματικά για το αίσθημα της εγκατάλειψης που νιώθει σε ένα άγνωστο και εν πολλοίς προπαγανδιστικό περιβάλλον, θα καραδοκούν.

Στη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ, ο Γιάννης Ατζακάς μοιράζεται πρόσωπα και βιώματα της μνήμης του. Γιατί πρέπει να θυμόμαστε τα παιδιά των παιδοπόλεων σήμερα;

Ανατρέχοντας στον «Θολό βυθό» (2008) που διασκευάστηκε και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από την Ελένη Αλεξανδράκη, βιβλίο στο οποίο διηγείστε εμπειρίες και τραύματα που βιώσατε στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης, αναρωτιέται κανείς πώς αισθάνεστε τώρα που τα λόγια, οι σκέψεις και οι μνήμες σας αποδίδονται στη μεγάλη οθόνη ως ταινία;

Είδα για πρώτη φορά την ταινία σε δύο προβολές του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Επίσης είχα την ευκαιρία να τη δω και μια τρίτη φορά στην Αθήνα στο 8o Φεστιβάλ WIFT. Έτσι, έχω ξεπεράσει τουλάχιστον τις αγωνίες και τα ερωτήματα που είχα πριν από τις τρεις αυτές προβολές της. Περιμένω, βέβαια, και την υποδοχή της στις αίθουσες, από 20 Φεβρουαρίου στην Αθήνα και λίγο αργότερα στη Θεσσαλονίκη.

«Η Ελένη Αλεξανδράκη, έχοντας δουλέψει για χρόνια πάνω στο μυθιστόρημά μου, έχει κατανοήσει τους χαρακτήρες και έχει συλλάβει το βαθύτερο νόημα του «Θολού Βυθού», που δεν είναι άλλο από το «τραύμα» του μικρού Γιάννη».

Γνωρίζω πάντως ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες θεατών, εκείνων που έχουν διαβάσει τον «Θολό Βυθό» και των άλλων, και πραγματικά δεν ξέρω ποιων την κρίση να εμπιστευθώ περισσότερο, ούτε πώς να αποφύγω τις άτοπες συγκρίσεις. Ο αναγνώστης έχει σκηνοθετήσει, έχει επιλέξει τους τόπους και έχει μοιράσει τους ρόλους σε οικεία του πρόσωπα. Αιφνιδιάζεται, έτσι, συχνά από τις επιλογές του σκηνοθέτη της ταινίας, που δεν συμπίπτουν πάντα με τις δικές του φαντασιώσεις. Αυτό συμβαίνει και με τον συγγραφέα ενός μυθιστορήματος που μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, αν και πολύ καλά αυτός γνωρίζει πως ο κινηματογράφος έχει άλλα μέσα, είναι μια άλλη γραφή. Επίσης, είναι γνωστό πως η ανάγνωση είναι μια προσωπική, μια μοναχική εμπειρία που διαφέρει από την ομαδική θέαση.

Η Ελένη Αλεξανδράκη, έχοντας δουλέψει για χρόνια πάνω στο μυθιστόρημά μου, έχει κατανοήσει τους χαρακτήρες και έχει συλλάβει το βαθύτερο νόημα του «Θολού Βυθού», που δεν είναι άλλο από το «τραύμα» του μικρού Γιάννη, την άκαρδη μετάθεση του πατέρα στην ορθή πλευρά, που πάντα είναι αυτή των νικητών· δεν είναι άλλο από την ίαση που επέρχεται, μετά από χρόνια σιωπής, με τη συμφιλίωση πατέρα και γιου – το αίμα νερό δεν γίνεται.

Όσο για την ασπρόμαυρη φωτογραφία της ταινίας, πιστεύω πως είναι η αρμόζουσα για να αποδώσει την «ασπρόμαυρη» ζωή των παιδιών του Ελληνικού Εμφυλίου, όπου το μαύρο είναι η ορφάνια, ο ξεριζωμός, η μοναξιά και, αρκετές φορές, η σκληρότητα· ενώ το λευκό είναι οι φιλίες, οι καλοί δάσκαλοι, οι αγαπημένες ομαδάρχισσες, το ατέλειωτο παιχνίδι.

Έχοντας διανύσει μια μεγάλη απόσταση πλέον στη ζωή σας και έχοντας «αναμετρηθεί» με τις σκιές της μνήμης και της ψυχής, θα λέγατε ότι έχει επέλθει η συμφιλίωση με το παρελθόν, δηλαδή η ίαση του τραύματος;

Στο μυθιστόρημα το Παιδί προσωποποιεί τη μνήμη, την άγνοια, την αθωότητα και το «τραύμα», ενώ ο Άντρας την κρίση, τη γνώση και την «ίαση». Η λογοτεχνία, άλλωστε, είναι μια λυτρωτική δημιουργία, μια καθαρτήρια πράξη που, όπως στην αρχαία τραγωδία, οδηγεί δι’ ελέου και φόβου στην τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. Όσο για μένα, αυτή η παλιά ιστορία δεν είναι παρά ένα μακρινό και ξεχασμένο παραμύθι.

Γιατί δεν γράψατε τις προσωπικές σας αναμνήσεις νωρίτερα στη ζωή σας; Με δεδομένο ότι στο βιβλίο σας η αφήγηση χωρίζεται σε δύο φωνές, σ’ εκείνη του Παιδιού και σ’ εκείνη του ενήλικα Γιάννη που ανατρέχει σε όσα βιώνει και νιώθει το παιδί μέσα στο παρελθόν, πότε επήλθε η συνειδητοποίηση των όσων σας είχαν συμβεί στις παιδοπόλεις;

Ακόμη και τα «Διπλωμένα Φτερά», το πρώτο από τα βιβλία της τριλογίας, αυτό το «συναξάρι» για τη γιαγια-Βενετιά, είχα φτάσει στα εξήντα έξι για να καταπιαστώ να το γράψω – ένα συγγραφικό παράδοξο πραγματικά! Στα πρώτα τριάντα χρόνια μου ήταν οι διώξεις, οι απολύσεις, οι ανάγκες της βιωτής, αλλά και οι μοιραίοι έρωτες που με κρατούσαν· αργότερα πάλι, που ήρθαν και οι «καλοί καιροί», δεν έβρισκα χρόνο, δεν ένιωθα και την ανάγκη – οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν γράφουν. Έπρεπε, φαίνεται, να πάρω την ιστορική, πολιτική και συναισθηματική απόσταση από τις προσωπικές μου τύχες και το προσωπικό μου βίωμα. Μόνο τότε ήρθε το «πλήρωμα του χρόνου» και για τον «Θολό Βυθό» – βυθό των παιδοπόλεων, της νεότερης ιστορίας, της δικής μου συνείδησης, εκεί όπου είχε χαραχτεί βαθιά το μυστικό «τραύμα».

Η συνειδητοποίηση ήρθε αργά και με οδυνηρό τρόπο, αμέσως μετά την επιστροφή μου στη Θάσο, «το κόκκινο νησί», όπως συχνά την αποκαλούσαν. Τότε ήταν που έφτασε το πρώτο γράμμα του πατέρα (1957), που ώς τότε τον θεωρούσαμε νεκρό. Ήταν «Σαν σκιά από τον Άδη», όπως επιγράφεται ένα από τα κεφάλαια στο «Φως της Φονιάς» – μια βαριά σκιά, μια μάλλον ενοχλητική επαναφορά του στη ζωή και στη δική μου ζωή.

Υπήρξαν πρόσωπα –φίλοι, δάσκαλοι, ομαδάρχισσες– που καθόρισαν τη δική σας διαδρομή σε αυτές τις παιδοπόλεις όπως φαίνεται στον «Θολό βυθό»; Έχετε κρατήσει επαφές με ανθρώπους που συναναστραφήκατε εκεί μετά την έξοδό σας από το σύστημα των παιδοπόλεων;

Η για αιώνες δοκιμασμένη αυστηρή, ακόμη και σκληρή καμιά φορά, αγροτική ανατροφή κοντά στον παππού και τη γιαγιά στα πρώτα οκτώ χρόνια μου στο νησί ήταν αυτή που με είχε εμψυχώσει και στηρίξει, όπως και τα περισσότερα από τα ξεριζωμένα χωριατόπαιδα, για να αντέξω τη στρατιωτική σχεδόν ζωή εκείνων των παιδοπόλεων. Ευτύχησα όμως να συναντήσω εκεί δύο ξεχωριστούς ανθρώπους που, χωρίς αμφιβολία, καθόρισαν τη στροφή μου στα γράμματα και τη μόρφωση, αντί για την ταπεινή τέχνη του μαραγκού, που ήταν το παιδικό μου όνειρο στο χωριό. Θέλω, πρέπει να τους ονομάσω τώρα, αφού δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τους ευχαριστήσω όπως τους άξιζε. Οι δάσκαλοί μου στην Πέμπτη και Έκτη τάξη Σπύρος Πανδρεμένος και Γρηγόρης Θεοδωρίδης. Ήταν εκείνοι που, με τον έπαινό τους, μου έδωσαν τα πρώτα φτερά.

Εκείνη όμως, που σαν μεγαλύτερη αδελφή μας –είχε μόλις τελειώσει τότε το Γυμνάσιο Βεροίας– δρόσιζε με την τρυφερή πνοή της την ερημιά που είχαμε στις ψυχές μας ήταν η ομαδάρχισσά μας στην ομάδα «Βίτσι», η δεσποινίς Αλίκη Πολιτίδου. Οι αλησμόνητες αναγνώσεις της από το «Χωρίς οικογένεια» και «Πρίγκηψ και πτωχός» τις παγερές νύχτες, με τις υλακές των λύκων να ακούγονται από μακριά στις πλαγιές του Βερμίου, ήταν για μένα οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μου στα έξι χρόνια που πέρασα στις «Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης». Τότε θα πρέπει να μου φανερώθηκε για πρώτη φορά η σαγηνευτική δύναμη της καλής λογοτεχνίας. Αξιώθηκα να συναντήσω την κυρία Αλίκη μερικές φορές στη Θεσσαλονίκη και να της διαβάσω από το χειρόγραφο τα κεφάλαια του «Θολού Βυθού», όπου πρωταγωνιστούσε: «Η Αλίκη στη χώρα των παιδιών», «Γαλάζια Ελλάδα», Άγρια άνοιξη» και «Αίμα γλυκό» – στιγμές ακριβές, ευτυχισμένες, όπου και τα δύο μέρη νιώθουν δικαιωμένα.

«Η σχετική βιβλιογραφία κυρίως επιχειρεί να ερευνήσει την ιστορική συνθήκη του Εμφυλίου, τις κοινωνικές και ιδεολογικές αναγκαιότητες, τις προθέσεις και τις ποικίλες σκοπιμότητες. Για τα παιδικά τραύματα όμως μόνον οι δικές τους αυθεντικές μαρτυρίες μπορούν να μιλήσουν και μόνον η λογοτεχνία μπορεί να τα αγγίξει».

Στην ταινία και στο βιβλίο κάνει εντύπωση η περιγραφή της ζωής στις παιδοπόλεις και οι αναφορές σας που τεκμηριώνουν ότι ήταν στρατόπεδα χειραγώγησης, υποταγής και παράνομων υιοθεσιών παιδιών την ίδια ώρα που προσφερόταν ένα είδος φροντίδας και βασικής γνώσης στα παιδιά (η μεγάλη αντίφαση). Γιατί –κατά την άποψη σας– το θέμα των παιδοπόλεων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς και δεν έχει αντιμετωπιστεί ιστορικά και κοινωνικά, όπως θα περίμενε κανείς για ένα υπαρκτό κοινωνικό τραύμα, και, παρά τη βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων, παραμένει μια άγνωστη, εν πολλοίς, στο ευρύ κοινό, παράμετρος της ελληνικής ιστορίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Πρόκειται πραγματικά για μεγάλη, αν και αναπόφευκτη, αντίφαση. Στο μυθιστόρημα ο ίδιος ο ώριμος Άντρας, στη νοητή, τη φαντασιακή συνομιλία του με το Παιδί που κάποτε υπήρξε αναρωτιέται:

Και πώς θα μπορούσε η ισότητα στη μεταχείριση όλων των παιδιών να εκπηγάζει από μια γενναιόδωρη παραχώρηση, από μιαν ευγενή παιδαγωγική αρχή, όταν αυτή συνυπήρχε με την ανελέητη σπίλωση της πολιτικής και πολεμικής τιμής των νεκρών πατεράδων τους, όταν έστεκε παντελώς αδιάφορη για τον βαρύ τραυματισμό που σίγουρα προκαλούσε στα παιδιά τής μιας μόνον πλευράς, στα αθώα παιδιά των ανταρτών, των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού; Κι αφού τα ανυποψίαστα εκείνα πλάσματα ούτε ήξεραν κι ούτε τους επιτρεπόταν να υπερασπιστούν τους δικούς τους, το μόνο που τους απέμενε τότε ήταν να τους απαρνηθούν. Το επιτελικό εκείνο σχέδιο χειραγώγησης, όποιος κι αν το είχε εκπονήσει, ήταν καταχθόνιο στη σύλληψή του και άριστο στην εφαρμογή του, και μόνο σε μια συγκεκριμένη και αυστηρή άνωθεν οδηγία έπρεπε να αποδοθεί («Θολός Βυθός, κεφ. «Γαλάζια Ελλάδα», σ. 159-160).

Αυτή η αντίφαση μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον αν αναλογιστεί κάποιος πως όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και ακόμη περισσότερο οι ξενόφερτες μοναρχίες αδιαφορούν παντελώς για τον ψυχισμό των παιδιών που έχουν στα χέρια τους. Το μόνο που αληθινά τους ενδιαφέρει είναι τα μόνιμα δικά τους κέρδη, η δική τους μόνο επιβίωση και διάρκεια. Ακριβώς γι’ αυτό, το θέμα των «παιδοπόλεων της Φρειδερίκης» δεν θα μπορούσε να αναδειχθεί παρά μόνο με την κατάργηση της μοναρχίας στην Ελλάδα.

Η σχετική βιβλιογραφία κυρίως επιχειρεί να ερευνήσει την ιστορική συνθήκη του Εμφυλίου, τις κοινωνικές και ιδεολογικές αναγκαιότητες, τις προθέσεις και τις ποικίλες σκοπιμότητες. Για τα παιδικά τραύματα όμως μόνον οι δικές τους αυθεντικές μαρτυρίες μπορούν να μιλήσουν και μόνον η λογοτεχνία μπορεί να τα αγγίξει. Όσο για το «ευρύ κοινό», αυτό είχε με άλλα, περισσότερο ενδιαφέροντα, θέματα να ασχοληθεί στα ανέμελα χρόνια μιας μακρόσυρτης και απερίσκεπτης Μεταπολίτευσης.

Ως ενήλικας συμπορευτήκατε με την Αριστερά, γίνατε ενεργό μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη. Η Αριστερά σήμερα για εσάς αποτελεί ρεαλιστική πολιτική λύση και πρόταση για την Ελλάδα, μετά την τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας, την αποτυχία του στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και την διάσπασή του;

Η πολιτική στάση δεν μπορεί, βέβαια, να αλλάζει από μέρα σε μέρα, οπότε θα επικαλεστώ την άποψή μου από μια πρόσφατη συνέντευξη στην εφημερίδα DOCUMENTO (9.2.2025):

Αφού από το 1960 έζησα όλες τις διασπάσεις και τις μεταμορφώσεις της Ελληνικής Αριστεράς και αφού, ως πεζογράφος δεν θέλησα να εξελιχθώ σε «μεταμοντέρνο», ως πολίτης σήμερα προτιμώ να αυτοπροσδιορίζομαι ως «μετα-αριστερός»! Όταν θα εμφανιστεί μια Αριστερά, όπως ο ίδιος την ονειρεύομαι, θα την αναγνωρίσω αμέσως «από την όψη και την κόψη του σπαθιού την τρομερή» και, παρά την ηλικία μου, θα ενταχθώ στις τάξεις της.

Η Αριστερά θα αποτελεί πάντα μια ρεαλιστική και δίκαιη λύση όχι μόνο για τη χώρα, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο, περισσότερο τώρα που ο οικονομικός φιλελευθερισμός «της αγοράς» από τη «σιδηρά κυρία» κατέληξε στον Τραμπ και τον απίθανο θίασο νεόπλουτων που τον τριγυρίζει. Όσο για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την άκαιρη, παράταιρη και ριψοκίνδυνη μερικές φορές διακυβέρνησή του, μετά τις «οβιδιακές» μεταμορφώσεις και τις αδιανόητες διασπάσεις του, αυτή δεν θα είναι, πιστεύω, εύκολο να βρει σύντομα ανταπόκριση από τους πολίτες.

Με αφορμή την έξοδο της ταινίας «Θολός βυθός» στους κινηματογράφους σε λίγες ημέρες, που βασίζεται στα βιώματά σας στις παιδοπόλεις, τι θα θέλατε να κρατήσει ως «ενθύμιο» ο θεατής που θα τη δει;

Θα επικαλεστώ το τέλος από τον «Λοιμό» του Αντρέα Φραγκιά:

Ακούστηκαν πολλά γι’ αυτές τις επιχειρήσεις. Έγιναν κρυφά και διαδόθηκαν πολλές εκδοχές. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εκπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι έζησαν.

Τα δύσμοιρα εκείνα παιδιά του Ελληνικού Εμφυλίου υπήρξαν λάφυρα σ’ έναν «πόλεμο παιδιών», όπως αποκάλεσαν οι μελετητές του την αδυσώπητη αναμέτρηση των δύο αντίπαλων παρατάξεων – ακόμη και οι όροι «παιδομάζωμα» και «παιδοφύλαγμα» δεν ήταν παρά επινοήσεις των νικητών.

Ο θεατής μπορεί να κρατήσει ως «ενθύμιο» από την έξοχη στις πυκνώσεις, τις αφαιρέσεις και τις αναγωγές ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη την καρτερία, την αξιοπρέπεια και το σθένος εκείνων των εκπληκτικών παιδιών που έζησαν στις μετεμφυλιακές παιδοπόλεις – αυτά είναι όσα θα χρειαστούν και τα άμοιρα εγγόνια μας για να αντέξουν, γιατί το μέλλον θα έχει πολλή ξηρασία.

INFO Η ταινία της Ελένης Αλεξανδράκης «Θολός βυθός», θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 20 Φεβρουαρίου.

Πηγή: tovima.gr