*Γράφει ο Αντώνης Νικολής
Αντί προλόγου επιτρέψτε μου μία μικρή αναδρομική παρέκβαση.
Ταξίδεψα για πρώτη φορά εκτός Ελλάδος το 1984, με νεανικό εισιτήριο interrail τότε (μηνιαίας ελεύθερης πρόσβασης σε τρένα ευρωπαϊκά), ταξίδι αλησμόνητο για πολλούς λόγους, με πρώτη μεγάλη στάση στη Βασιλεία της Ελβετίας. Ανάμεσα σε όσα με εντυπωσίασαν περισσότερο συγκαταλέγονταν τα σούπερ μάρκετ.
Ο λόγος ότι στα ράφια τους έβλεπα σε μεγάλη ποικιλία, τυποποιημένα και βιομηχανικά βέβαια, τα παραδοσιακά τους τρόφιμα, στην πλειονότητα ντόπια, ό,τι αντίστοιχα εμείς θα καταχωρίζαμε στις συνταγές των γιαγιάδων ή τις τοπικές και εθιμικές εορταστικές λιχουδιές, που και τώρα ακόμα παραμένουν σε μεγάλο ποσοστό εκτός εμπορίου.
Από τα ψωμιά που ήταν σε πολλές εκδοχές χωριάτικου (το άσπρο «πολυτελείας» βρισκόταν σε χαμηλά ράφια για φτηνή μαζική κατανάλωση), τη φρέσκια πάστα (τα ξερά μακαρόνια σε ανάλογα με τα προηγούμενα ράφια), τα τυριά, τα αλλαντικά, σχεδόν το καθετί. Αποκόμιζα, λοιπόν, από εκείνο το πρώτο ταξίδι την αίσθηση, και όχι μόνο από τα σούπερ μάρκετ, πως Ευρώπη σήμαινε να εκσυγχρονίζεις τρόπους και θεσμούς διατηρώντας την παράδοση ή την πολιτιστική σου ιδιαιτερότητα και ότι, αν η έννοια Ευρωπαίος αποτελούσε αξία καθ’ αυτήν, η ταυτότητα Ευρωπαίος Έλληνας δε θα ήταν παρά το να δώσουμε κύρος και σύγχρονη δυναμική σε ό,τι ξεχωριστό δικό μας.
Σε κοινότητες με διατηρημένη την πολιτιστική τους προσωπικότητα –ένα καλό παράδειγμα για τα Δωδεκάνησα η Πάτμος–, αυτό συνέβαινε ήδη σ’ ένα πρώτο βιοτεχνικό επίπεδο. Στα περισσότερα από τα νησιά του συμπλέγματος τη Μεγάλη Πέμπτη φτιάχνουν παραδοσιακά τις λαμπρόπιτες, ατομικές ανοιχτές τάρτες τυριού σε βαθιές μικρές φόρμες, συχνά με διαφορές στη συνταγή κι από το ένα στο άλλο χωριό. Στην Πάτμο, λοιπόν, τις βρίσκει κανείς στους φούρνους και τα πρατήρια – ζαχαροπλαστεία στη διάρκεια όλου του χρόνου, τις λένε πατινιώτικες (πατμιακές) τυρόπιτες.
Όταν πριν από λίγους μήνες βρέθηκα στη Λέρο, ανάμεσα στα πράγματα του τόπου που εκτίμησα ήταν ότι παράγουν και εμπορεύονται σε καθημερινή βάση τη λέρικη (τη λεριώτικη) τυρόπιτα, κι εδώ καταγόμενη από το έθιμο της λαμπρόπιτας.
Πάνε δεκαπέντε μέρες κι ενώ μέσα στην καμπίνα του ελικοφόρου για την Κω, όρθιος ακόμα, προσπαθούσα να στριμώξω στο στενόχωρο ράφι πάνω από το κάθισμα το μπουφάν και τη χειραποσκευή μου, πιάσαμε κουβέντα με τον διπλανό μου, κι εκείνος όρθιος για τον ίδιο λόγο. Γρήγορα μου συστήθηκε. Λεριός, για λίγες μέρες Αθήνα, και κατέβαινε για να βρεθεί με την κοπέλα του, ωρομίσθια θεατρολόγο, διορισμένη στην Κω για φέτος. Νίκος Ταχλιαμπούρης, το όνομά του, ούτε τριάντα χρόνων. Πριν από τρεις μήνες ήμουνα στο νησάκι σας, του είπα, και του το παίνεψα και για άλλα και μ’ όλο το παραπάνω προοίμιο και για τη λέρικη τυρόπιτα. Στην Κω, παρόλο που τόσο μεγαλύτερη αγορά, ένας φούρνος την έφτιαχνε μόνο, σε χωριό, κι αυτός νομίζω δε τη φτιάχνει πια. Καθόμασταν σε πλαϊνές θέσεις, στράφηκε ζωηρά να με ρωτήσει από πού ακριβώς είχα αγοράσει τη λέρικη. Στο Λακκί, του απάντησα, από το φούρνο κάτω από το ρολόι. Χαμογέλασε, «Θα το πιστέψετε; Είναι η οικογενειακή μας επιχείρηση αυτός ο φούρνος. Εκεί εργάζομαι εγώ».
Ο νεαρός άντρας, ενθουσιασμένος από την καλή σύμπτωση, έβαλε μπρος, μου μίλαγε με ορμή για τα σχέδιά του, επαγγελματικά και προσωπικά, πόσο ευτυχής είναι για τη σύντροφό του, μου την εκθείαζε. Που εργάζεται κι εκείνη από μικρή, άρα μπορεί να σεβαστεί το σκληρό ωράριο του φούρνου, τη δουλειά και τα Σάββατα, και πως όλα έδειχναν ότι η σχέση αυτή θα κατέληγε σε γάμο. Ερωτευμένος νοικοκύρης ο Νίκος Ταχλιαμπούρης.
Ήταν αιθρία, ο ουρανός του Αιγαίου διαυγές γαλάζιο, τα νερά όπως τα βλέπαμε από ψηλά βαθυγάλανα, δίχως κύματα. «Είμαι τυχερός με τη Μαρία μου, γιατί συμφωνούμε και σε κάτι άλλο. Αγαπώ υπερβολικά τη θάλασσα, την ιστιοπλοΐα, και –καταλαβαίνετε– αν έχω κάποιες μέρες ελεύθερες το χρόνο θέλω να ξανοιχτώ στο πέλαγο, ευτυχώς αρέσει και σε κείνην –έχει έρθει ήδη μια φορά μαζί μου–, δε θα στενοχωριέται που δε θα πάμε ένα ταξίδι κάπου αλλού, αποδώ ή αποκεί.»
Κοίταξε με μικρή παύση λοξά έξω από το φινιστρίνι το μπλε της θάλασσας, «Έχουμε τέτοια τρέλα με την ιστιοπλοΐα οι φίλοι μου κι εγώ, που επειδή αντιμετωπίζαμε διάφορα προβλήματα στα λιμάνια, σκεφτήκαμε να φτιάξουμε ένα site ειδικό γι’ αυτά τα ζητήματα, το είπαμε portbook.gr». «Το… βιβλιολίμανο», μετέφρασα αμέσως, αναλογικά προς το βιβλιοπρόσωπο (που μ’ αρέσει αντί facebook).
Τις επόμενες μέρες το έψαξα (www.portbook.gr), πρέπει να πω το βρήκα πολύ πιο ενδιαφέρον απ’ όσο το είχα φανταστεί, επικοινώνησα με τον Νίκο, –πια μιλάμε στον ενικό. Μια συντροφιά έξι νέων ανθρώπων, το πράγμα ξεκίνησε από τη Λέρο, συλλέγουν πολλούς μήνες τώρα πληροφορίες, διασταυρώνουν, εξακριβώνουν στοιχεία, ήδη προσφέρουν πληροφοριακό υλικό από 400 και πλέον λιμάνια της χώρας για μηχανοκίνητα ή ιστιοφόρα σκάφη (διευθύνσεις – τηλέφωνα πρώτων βοηθειών, υπηρεσιών, τροφοδοσίας, πρατηρίων καυσίμων, μηχανολόγων τεχνικής υποστήριξης κ.λπ.) προς το παρόν σε δύο γλώσσες, ελληνικά και αγγλικά.
Έκανα όμως και μερικές σκέψεις, μ’ αυτές να κλείσω.
Είναι η κρίσιμη καμπή σε κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά σενάρια αναπτυγμένων κοινωνιών και οικονομιών –αυτά πάνε συνήθως μαζί–, όταν τη στιγμή της συντριβής του σαν από δυνατή έκλαμψη ο ήρωας συνειδητοποιεί τη διαφορά, την ιδιαιτερότητά του. Αυτό που τον διακρίνει ως ατομικότητα. Τότε ορθώνει το ανάστημα (από αυτοσεβασμό), κερδίζει την αυτοκυριαρχία του, το σεβασμό από τους άλλους. Αν –συγχωρήστε μου το σχήμα και τη ρητορική ερώτηση– συλλογικά βιώνουμε μία συντριβή σήμερα, πού αλλού κατοικούμε αν όχι σε μία χώρα με πολλά, πάρα πολλά νησιά;
Οι έξι δημιουργοί του ιστότοπου σ’ αυτό επένδυσαν, και μάλιστα συνειδητά. Και παρόλο που μόλις ξεκίνησαν, εισπράττουν ήδη διαφήμιση από εταιρείες, συζητούν με πολλούς, κι ακόμα το καλοκαιράκι είναι μπροστά, οι ξένοι και ημεδαποί θαλασσοπόροι δεν ξεχυθήκανε στις θάλασσές μας. Επιχειρηματικότητα που καινοτομεί, συνείδηση και τρόπος ζωής σύγχρονος αστικός, κι ας ορμώνται από ένα νησάκι στην εσχατιά του Αιγαίου, από έναν τόπο εξορίας μέχρι πριν από σαράντα χρόνια, αλλά είναι νέοι και με το νου τους εκεί, στη μεγάλη αχανή αλάνα του κόσμου, που δεν είναι άλλη από το διαδίκτυο.
Συντροφιές νέων ανθρώπων από τη μια άκρη της χώρας ίσαμε την άλλη, με ζωηρό μυαλό, με δημιουργικότητα, υπάρχουν. Αρκεί να μειωθεί η αδράνεια: οι φόροι, οι εισφορές, η γραφειοκρατία. Τα άλλα υπάρχουν. Και ψυχή και δύναμη και προσωπικότητα.
*Ο Αντώνης Νικολής γεννήθηκε το 1960. Είναι συγγραφέας, μυθιστοριογράφος. Σπούδασε κλασική φιλολογία. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Το Σκοτεινό Νησί», νουβέλα (2008), και το μυθιστόρημα «Διονυσία» (2012).
athensvoice.gr