Η Μεσόγειος «φλέγεται» λόγω κλιματικής αλλαγής, με τις θερμοκρασίες των υδάτων της να ανεβαίνουν ταχύτερα απ’ ό,τι συνολικά στον παγκόσμιο ωκεανό. Ποιες είναι οι συνέπειες στα θαλάσσια οικοσυστήματα και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο; Η «Κ» επιχειρεί να φωτίσει τις τάσεις, με τη συμβολή επιστημόνων που ασχολούνται με το πεδίο.
Οι μετρήσεις
«H Mεσόγειος αποτελεί μια περιοχή ιδιαίτερα ευάλωτη στις αλλαγές του κλίματος, λόγω της μορφολογίας της, με τον ρυθμό αύξησης της θερμοκρασίας της να ξεπερνάει τον παγκόσμιο μέσον όρο. Πιο συγκεκριμένα, η επιφάνεια της Μεσογείου θάλασσας θερμαίνεται κατά 0,041 °C ανά έτος τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες (1982-2023). Στην περίπτωση της Ελλάδας, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η θέρμανση της θάλασσας επηρεάζει όλα τα βάθη.
Σύμφωνα λοιπόν με την κλιματική αποτίμηση του Climatebook, την περίοδο μεταξύ 1991-2020 η θερμοκρασία στην επιφάνεια αυξήθηκε κατά περίπου 1,5 °C, στα πρώτα 200 μέτρα κατά περίπου 1,2 °C, ενώ ανάμεσα στα 200-800 μέτρα κατά 0,9 °C, ενώ ακόμη και σε βάθη έως 4.000 μέτρα υπολογίζεται άνοδος της θερμοκρασίας κατά περίπου 0,2 °C», λέει στην «Κ» η Σοφία Δαρμαράκη, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Εργαστήριο Παράκτιας και Θαλάσσιας Ερευνας στο Ιδρυμα Ερευνας και Τεχνολογίας (ΙΤΕ) στην Κρήτη.
«Οι μετρήσεις αυτές προέρχονται από κλιματικά μοντέλα κι έρχονται να επιβεβαιώσουν πρόσφατες παρατηρήσεις, όπου το ποσοστό θερμότητας που συσσωρεύεται στη Μεσόγειο θάλασσα αυξάνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η συχνότερη εμφάνιση τα τελευταία χρόνια ισχυρών θαλάσσιων καυσώνων, παρατεταμένων δηλαδή περιόδων όπου η θερμοκρασία της θάλασσας υπερβαίνει κατά πολύ τα κανονικά για την εποχή επίπεδα», συμπληρώνει η δρ Δαρμαράκη.
«Η ανοδική τάση της μέσης θερμοκρασίας, σε συνδυασμό με τη συχνότερη εμφάνιση ακραίων φαινομένων, όπως οι θαλάσσιοι καύσωνες, ωθούν τα θαλάσσια οικοσυστήματα στα όρια της αντοχής τους, απειλώντας τόσο τη βιοποικιλότητα όσο και την οικολογική ανθεκτικότητα της Μεσογείου», σημειώνει η ερευνήτρια του ΙΤΕ.
Σε πρόσφατη εργασία με τίτλο «Θαλάσσιοι καύσωνες στη Μεσόγειο: ανασκόπηση της βιβλιογραφίας», ομάδα ερευνητών από το Iδρυμα Τεχνολογίας και Eρευνας, το ΕΛΚΕΘΕ, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε συνεργασία με άλλα ερευνητικά ιδρύματα του εξωτερικού, πραγματοποίησαν μια συστηματική ανασκόπηση της υφιστάμενης επιστημονικής βιβλιογραφίας, με στόχο την καταγραφή, σύγκριση και αξιολόγηση των έως σήμερα γνωστών επιπτώσεων της θαλάσσιας θέρμανσης στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια. Ας δούμε ορισμένες πλευρές των επιπτώσεων αυτών, σε συνδυασμό και με τις απόψεις άλλων επιστημόνων.
Πρώτον, η άνοδος της θερμοκρασίας της Μεσογείου επηρεάζει τη λειτουργία και τη σύνθεση του φυτοπλαγκτού, των μικροσκοπικών φυτικών οργανισμών που αποτελούν τη βάση της θαλάσσιας τροφικής αλυσίδας. Αυτό προκαλεί μετατοπίσεις προς μικρότερα είδη φυτοπλαγκτού, μείωση της χλωροφύλλης (που αποτελεί ένδειξη για την παραγωγικότητα της θάλασσας), καθώς και διαταραχές στη βιομάζα του ζωοπλαγκτού, με χαρακτηριστικές μειώσεις στα κοπήποδα, τα οποία είναι μικροσκοπικοί οργανισμοί που αποτελούν βασική πηγή τροφής για τα ψάρια. Οι αλλαγές αυτές περιορίζουν τη διαθέσιμη τροφή για πολλά θαλάσσια είδη, επηρεάζοντας ολόκληρη την τροφική αλυσίδα.
Τα αλιεύματα
Δεύτερον, οι πληθυσμοί των ψαριών της Μεσογείου εμφανίζουν αλλαγές στην κατανομή τους, μείωση της παραγωγής αυγών και ενδείξεις πίεσης και θερμικού στρες. Συνολικά, καταγράφεται μείωση των αλιευτικών ποσοτήτων (για παράδειγμα πτώση 16% το 2022 σε σχέση με το 2020 στην Ελλάδα, με πιθανή όμως και τη συνέργεια της πανδημίας).
Κλιματικά μοντέλα που παρουσίασαν οι ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ Κωνσταντίνος Τσαγκαράκης και Δημήτριος Δαμαλάς δείχνουν μείωση της δυνητικής αλιευτικής παραγωγής κατά 2,8%-5,3% έως το 2050, σύμφωνα με το σενάριο μετριασμού εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (RCP 2.6) και κατά 7%-12,1% σύμφωνα με το πιο απαισιόδοξο (RCP 8.5). Ταυτόχρονα, στην ανασκόπηση καταγράφονται και αυξημένα περιστατικά θανάτων σε εμπορικά είδη ψαριών.
Τρίτον, οι συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών ευνοούν επίσης την εξάπλωση εισβολικών, θερμόφιλων ειδών, πολλά από τα οποία είναι χωροκατακτητικά και εκτοπίζουν άλλα είδη (λαγοκέφαλος, λεοντόψαρο κ.ά.) ή επιφέρουν σημαντικές απώλειες στη θαλάσσια χλωρίδα, με αρνητικές επιπτώσεις στην τροφική αλυσίδα και την αλιεία.
Τέταρτον, είδη όπως τα δελφίνια, οι θαλάσσιες χελώνες και η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) ανταποκρίνονται στη θέρμανση με μεταβολές στην κατανομή τους, στην περίοδο αναπαραγωγής τους και με αυξημένη ευαισθησία σε ασθένειες.
Πέμπτον, καταγράφεται μια ορισμένη αύξηση της εμφάνισης μεδουσών σε περιοχές. «Η κλιματική αλλαγή και η υπεραλίευση αποτελούν δύο παράγοντες που συνεισφέρουν στην έξαρση της παρουσίας μεδουσών. Αφενός, τα θερμότερα ύδατα δημιουργούν συνθήκες γρηγορότερου μεταβολισμού και ταχύτερης αναπαραγωγής των μεδουσών. Αφετέρου, η υπεραλίευση οδηγεί σε μείωση ειδών ψαριών που τρέφονται με μέδουσες, όπως το φεγγαρόψαρο, ο ξιφίας, ο τόνος, η γόπα κ.ά. Ταυτόχρονα, η μείωση του αριθμού των προνυμφών των ψαριών αφήνει περισσότερη διαθέσιμη τροφή για την ανάπτυξη των μεδουσών», εξηγεί ο Επαμεινώνδας Χρήστου, διευθυντής ερευνών Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας ΕΛΚΕΘΕ.
Τα «μαιευτήρια»
Εκτον, όσον αφορά τη χλωρίδα της θάλασσας, τα λιβάδια Ποσειδωνίας (Posidonia oceanica) υφίστανται απώλειες βιομάζας, θνησιμότητα και περιορισμένη αναπαραγωγική ανάκαμψη μετά το πέρας των θαλασσίων καυσώνων. Οι συνέπειες είναι ευρύτατες, καθώς τα λιβάδια Ποσειδωνίας χαρακτηρίζονται «μαιευτήρια των ψαριών», καθώς αποτελούν τόπους αναπαραγωγής και διαβίωσης.
Ταυτόχρονα, η μείωση της Ποσειδωνίας έχει αρνητικό αντίκτυπο και στην αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα και στην παραγωγή οξυγόνου. Ακίνητοι ασπόνδυλοι οργανισμοί, όπως τα κοράλλια και οι σπόγγοι, έχουν υποστεί μαζικούς θανάτους, ιδιαίτερα το 2003 και το 2022. Επίσης, παρατηρείται υποβάθμιση οικοσυστημάτων, όπως τα κοράλλια της Μεσογείου (π.χ. κόκκινη γοργονία).
Εβδομον, σημαντικές απώλειες στις υδατοκαλλιέργειες (ψαριών, μυδιών κ.λπ.). Οπως αναφέρεται στην ανασκόπηση στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας, η κατάσταση είναι εξίσου κρίσιμη, καθώς τα εκτρεφόμενα είδη δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν για να αποφύγουν τις ακραίες θερμοκρασίες, οι οποίες προκαλούν έντονο στρες, αναπνευστική δυσχέρεια λόγω μειωμένου οξυγόνου και τελικά μαζικούς θανάτους.
Η υποξία αναγνωρίζεται ως βασική αιτία θνησιμότητας στις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας της Μεσογείου, ενώ οι επιπτώσεις επιδεινώνονται σε περιοχές με έντονη δραστηριότητα, όπως οι παράκτιες ζώνες.
Η αύξηση της θερμοκρασίας στο επιφανειακό στρώμα της θάλασσας δεν διευκολύνει την ανάμειξη των υδάτων. «Συνήθως κατά τους χειμερινούς μήνες τα επιφανειακά στρώματα πυκνώνουν λόγω απώλειας θερμότητας προς την ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να βυθίζονται. Ο μηχανισμός αυτός ανάμειξης των υδάτινων μαζών μεταφέρει επιφανειακά καλά οξυγονωμένα νερά, προς μεγαλύτερα βάθη. Αυτή η κατακόρυφη μεταφορά οξυγόνου είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της ζωής σε βαθύτερα στρώματα», εξηγεί στην «Κ» ο δρ Δημήτρης Βελαώρας, κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).
Μεγάλες απώλειες σε αλιεία και υδατοκαλλιέργειες
«Οι αλλαγές στα θαλάσσια οικοσυστήματα έχουν σημαντικές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες, ιδιαίτερα στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, από τους οποίους εξαρτώνται περίπου 600.000 εργαζόμενοι στην περιοχή της Μεσογείου. Υπάρχουν οικονομικές απώλειες στον τομέα της αλιείας, αλλά και επιβάρυνση των παράκτιων κοινοτήτων που βασίζονται σ’ αυτές.
Οι περιοχές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Μεσογείου θεωρούνται πιο ευάλωτες, με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις να εντοπίζονται στη σύνθεση και αφθονία των αλιευμάτων. Χαρακτηριστικά, η υποχώρηση των λιβαδιών της Ποσειδωνίας υπολογίζεται πως έχει προκαλέσει απώλειες ύψους άνω των 750 εκατ. ευρώ από το 1990 έως το 2014, ενώ η εξάπλωση ειδών όπως το μπλε καβούρι επιφέρει ζημιές στον εξοπλισμό και μειώνει τα εισοδήματα αλιέων, όπως συνέβη στην Τυνησία», σημειώνει η δρ Δαρμαράκη.
Οσον αφορά τον τομέα των υδατοκαλλιεργειών, «μελλοντικές προσομοιώσεις δείχνουν ότι, υπό ακραία σενάρια, οι απώλειες στην κερδοφορία λόγω θαλασσίων καυσώνων ενδέχεται να φτάσουν έως και το 80%. Ο τομέας της μυδοκαλλιέργειας έχει πληγεί έντονα τα τελευταία χρόνια, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την απώλεια 900 τόνων μυδιών στο Δέλτα του Εβρου το 2013 (κόστους 9 εκατ. ευρώ) και τη θνησιμότητα 50% στον Θερμαϊκό το 2021. Επιπλέον, οι υψηλές θερμοκρασίες ευνοούν την εξάπλωση παθογόνων οργανισμών, καθιστώντας τα ψάρια των ιχθυοκαλλιεργειών μη εμπορεύσιμα», αναφέρει η ερευνήτρια του ΙΤΕ.
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ
Frantsesko DiPierro: Ο «Μπερές» του αειμνήστου Κωστή Καζηλιέρη στον Δρυμώνα της Λέρου
Ταξίδι - αστραπή του Δημάρχου Λέρου στη Ρόδο
Ταξίδι - αστραπή του Δημάρχου Λέρου στη Ρόδο
Συγχαρητήριο μήνυμα Δημάρχου Πάτμου
Λέρος: Ανακοίνωση - Πρόσκληση της Ένωσης Υπαλλήλων και της Ένωσης Ιατρών ΚΘΛ