Εκτενείς αναφορές στην ελληνική κρίση περιλαμβάνουν τα πολιτικά απομνημονεύματα του Σόιμπλε που κυκλοφόρησαν εχθές – Τι γράφει για Τσακαλώτο, Τσίπρα και την αντίληψη ότι υπήρχε «γερμανική επιβολή»
Τα πολιτικά απομνημονεύματα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένας ογκώδης τόμος με τίτλο «Αναμνήσεις – Η ζωή μου στην πολιτική», κυκλοφορεί από χθες, Δευτέρα 8 Μαρτίου 2024, στα γερμανικά.
Προφανώς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθ’ ημάς παρουσιάζουν οι εκτενείς αναφορές στην ελληνική κρίση από το Σόιμπλε, ο οποίος είναι σήμερα πλέον νεκρός. Το 2015, όμως, ήταν ο πιο ισχυρός υπουργός Οικονομικών της Ευρώπης.
Ακολουθεί η περιγραφή του για την τελική φάση των διαπραγματεύσεων, συμπεριλαμβανομένων των απόψεων του για τον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και την αλήθεια σε σχέση με τη δική του επιμονή στο προσωρινό Grexit.
«Η φράση μου ‘τελειώνουν όλα στις 28 Φεβρουαρίου’ είχε γίνει σχεδόν παροιμιώδης, προέκυψε όμως από κάποια αντιπαράθεση. Διότι μόνο με ένα τέτοιο τελεσίγραφο η Ελλάδα θα μπορούσε να υποχωρήσει, σε κάποιο βαθμό. Το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας είχε εκπνεύσει στο τέλος του Δεκεμβρίου 2014 και το παρατείναμε ως το τέλος Φεβρουαρίου του 2015.
Όλα θα κρίνονταν στην τελική αναμέτρηση, στην αρχή του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς. Για μία ακόμη φορά πηγαινοερχόμασταν, σε ρυθμό φρενίτιδας, από τη μία συνάντηση στην άλλην. Πρακτικά όμως, για πολύ μεγάλο διάστημα, επικρατούσε σχεδόν στασιμότητα.
Το γεγονός ότι ο Τσίπρας είχε προ πολλού (από το τέλος Απριλίου 2015) απομακρύνει την ατυχή επιλογή του για το ρόλο του υπουργού Οικονομικών, τον Βαρουφάκη και το ότι επικεφαλής των διαπραγματεύσεων ήταν πλέον ο Τσακαλώτος, δεν άλλαξε τίποτα. Ωστόσο, αφ’ ότου είχε συζητηθεί για πρώτη φορά, στα παρασκήνια των Καννών το 2011, το ενδεχόμενο η Ελλάδα να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, η τάση να γίνει αυτό το έσχατο βήμα ενισχυόταν στους κόλπους του Eurogroup. Εν τέλει όλοι έβλεπαν ξεκάθαρα ότι, εάν οι διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα ναυαγούσαν, μια εντελώς νέα κατάσταση θα επικρατούσε.
Προσωπικά εγώ ουδέποτε, ούτε στις εμπιστευτικές συζητήσεις ούτε δημοσίως, δεν αμφισβήτησα κατά κανένα τρόπο ότι το δικαίωμα να διαλέξει το μονοπάτι που θέλει να ακολουθήσει, ανήκε στην Ελλάδα αποκλειστικά, ως κυρίαρχο κράτος. Παρόλ’ αυτά, πίστευα πως ήταν κρίσιμο για τους Έλληνες να γνωρίζουν τις εναλλακτικές λύσεις, ενώ επιπλέον 18, κυρίαρχα όπως και η Ελλάδα, κράτη της Ευρώπης είχαν το καθένα τα δικά του συμφέροντα να προστατεύσει.
Γι’ αυτό κι εγώ έδωσα έμφαση στο ότι οι αιτίες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα βρίσκονται στην ίδια τη χώρα: Οι πολιτικά υπεύθυνοι είχαν αποτύχει στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων τη σωστή στιγμή, είχαν ήδη παρουσιάσει πλαστά στοιχεία για να γίνει η Ελλάδα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, εν τέλει, ήταν μια χώρα που ζούσε με πίστωση. Η υπεύθυνη δράση προαπαιτεί την προετοιμασία για όλα τα σενάρια.
Όταν ο Τσίπρας επέλεξε τη σύγκρουση μέσα σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση ανακοινώνοντας ότι θα προσφύγει σε δημοψήφισμα, η εικόνα της επερχόμενης έσχατης σύγκρουσης αποκρυσταλλώθηκε. Οι Γάλλοι έπαθαν σοκ πρώτου μεγέθους όταν είδαν τον Τσίπρα να τοποθετείται απροκάλυπτα υπέρ του ‘Όχι’ στο δημοψήφισμα -δηλαδή υποστήριζε ότι ο ελληνικός λαός θα έπρεπε να απορρίψει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε η ΕΕ.
Εάν ο Τσίπρας χρησιμοποίησε το δημοψήφισμα σαν εργαλείο στο πλαίσιο της στρατηγικής του, πιστεύω πως προσέβλεπε σε ένα “Όχι” αλλά με μικρή διαφορά. Με αυτό πίστευε πως θα είχε ένα ισχυρό επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις του με τις Βρυξέλλες, ενώ την ίδια στιγμή ο Τσίπρας με ένα ισχνό “Όχι”, θα μπορούσε να πείσει τους Έλληνες για την υποχώρησή του. Ο Τσίπρας όμως εξεπλάγη με το καθαρό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Με πάνω από 60% “Όχι” ο Τσίπρας βρέθηκε παγιδευμένος σε μια κατάσταση από την οποίαν δεν θα μπορούσε να ξεφύγει χωρίς να χάσει το κύρος του.
Η υποστήριξη που κατάφερε να αποσπάσει ο Τσίπρας από την πλειονότητα των Ελλήνων ψηφοφόρων, είναι ίσως το πραγματικό επίτευγμα, επειδή στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη σταθεροποίηση της κατάστασης. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι, ασχέτως εάν πια δεν επηρέαζε καθόλου τις εξελίξεις και επίσης ότι με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, αλλά και ότι εξωθήθηκε σε παραίτηση, ο Βαρουφάκης και το επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνίστησε, είχε πια τελειώσει. Τον διαδέχτηκε ο “υπασπιστής” του, ο Τσακαλώτος.
‘”Όχι θριαμβολογίες” είχε γράψει σε μια σημείωσή του, την οποίαν δεν έχασαν οι τηλεοπτικές κάμερες. Και ενώ το περιεχόμενο των ελληνικών θέσεων δεν άλλαξε, ο Τσακαλώτος τουλάχιστον απέφευγε να παραδώσει μαθήματα σε όλο τον κόσμο, όπως έκανε ο Βαρουφάκης. Εάν όμως εξετάσει κανείς ότι το αδιέξοδο και η στασιμότητα στις διαπραγματεύσεις Ελλάδας-ΕΕ διήρκεσαν έναν χρόνο, είναι καταπληκτικό το πόσο αυτό το ‘επεισόδιο Βαρουφάκη’, το οποίο διήρκεσε λίγο, μόλις μερικούς μήνες, αλλά έμεινε σαν χαρακτηριστική εικόνα της κρίσης, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Μετά από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, προγραμματίστηκε για το επόμενο σαββατοκύριακο συνεδρίαση του Eurogroup, καθώς και Σύνοδος Κορυφής. Οι υπουργοί Οικονομικών θα έπρεπε να ετοιμάσουν ένα προσχέδιο απόφασης.
Εγώ πάντοτε συζητούσα εκ των προτέρων τις απόψεις μου με την καγκελάριο Μέρκελ. Γι’ αυτό και συναντηθήκαμε το βράδυ της Πέμπτης, μαζί με άλλα στελέχη του κόμματός μας. Η δική μου θέση ήταν η προσωρινή έξοδος, το time-out της Ελλάδας από την ΕΕ, εφόσον δεν υπήρχε στον ορίζοντα καμία άλλη εφικτή λύση. Αλλά ως το τέλος της βραδιάς δεν είχαμε καταλήξει σε συμφωνία. Πάντως, οι 15 από τους 19 υπουργούς Οικονομικών του Eurogroup συμφωνούσαν με την εναλλακτική του Grexit.
Η απώλεια εμπιστοσύνης στην ελληνική κυβέρνηση ήταν απλώς τόσο μεγάλη πλέον και τα σχέδια μεταρρυθμίσεων που μας παρουσίαζαν οι Έλληνες ποτέ δεν προχώρησαν τόσο ώστε να εγγυηθούν την ανανέωση της εμπιστοσύνης μας. Εκτός από τον Τσακαλώτο, μόνο ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, ο Ισπανός και ο Κύπριος είχαν καταψηφίσει το σχέδιο για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Το σχετικό έγγραφο, όπως είχε συνταχθεί για εσωτερική χρήση στο Eurogroup, δημοσιοποιήθηκε την επόμενη ημέρα και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ότι η έξοδος λογιζόταν σαν προσωρινή και ότι οι Έλληνες εξακολουθούσαν να είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να πάρουν μια τέτοια απόφαση.
Παρόλ’ αυτά, όλος ο κόσμος μιλούσε για “γερμανική επιβολή”, κάτι παρανοϊκό, δεδομένης της πλειοψηφίας στο Eurogroup. Ποτέ η Γερμανία δεν έκανε επίδειξη δύναμης. Επιπλέον, εμείς οι υπουργοί Οικονομικών του Eurogroup, ασχέτως εάν διαδιδόταν το αντίθετο, ποτέ δεν απαιτήσαμε από την Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Αυτό όμως που καταστήσαμε σαφές ήταν ότι, απορρίπτοντας τους όρους για ένα καινούργιο πρόγραμμα διάσωσης, η Ελλάδα αποφάσιζε για το κατά πόσον θα αποχωρούσε προσωρινά από την Ευρωζώνη.
Τελικά όμως ο Τσίπρας αποδέχθηκε μια νέα συμφωνία με όρους που προηγουμένως απέρριπτε μετ’ επιτάσεως. Από τη δική της σκοπιά, η Μέρκελ είχε σώσει την Ευρώπη και τη γαλλο-γερμανική συμμαχία.
Ο δε Τσίπρας, με έναν αξιοπρόσεκτο ελιγμό, γύρισε το παιχνίδι και δικαιολόγησε την αποδοχή της νέας συμφωνίας για το τρίτο πακέτο διάσωσης, με τον ισχυρισμό ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί στους άτεγκτους όπως εγώ να διώξουν την Ελλάδα από το ευρώ. Αυτή ήταν μια γενναία κίνηση και ο Τσίπρας ακολούθως επέτυχε αξιοσημείωτα αποτελέσματα, τα οποία επέτρεψαν στην επόμενη κυβέρνηση να σταθεροποιήσει περαιτέρω την Ελλάδα, σε αυτή τη βάση. Ο Τσίπρας αξίζει αναγνώριση γι’ αυτό».