Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η Ημερίδα που διοργάνωσαν από κοινού η Ιερά Μητρόπολη Λέρου-Καλύμνου-Αστυπαλαίας και το Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Λέρου των Γενικών Αρχείων του Κράτους, την Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019, στο Συνεδριακό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως στα Άλιντα Λέρου.
Η Ημερίδα είχε θέμα: «Ο ρόλος της Εκκλησίας, των Εκπαιδευτικών και των Αποδήμων Ευεργετών στην Εκπαίδευση των Λερίων από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου».
Τον συντονισμό και την γενική ευθύνη της ημερίδας είχε ο Προϊστάμενος του Τοπικού Ιστορικού Αρχείου Γ.Α.Κ. Λέρου κ. Γεώργιος Τραμπούλης.
Το πρόγραμμα της Ημερίδας περιελάμβανε:
ΩΡΑ 6:00΄ μ.μ.: Παρουσίαση της Ημερίδας από τον προϊστάμενο των Γ.Α.Κ. – Τ.Ι.Α. Λέρου κ. Γεώργιο Τραμπούλη.
ΩΡΑ 6:10΄ μ.μ.: «Εκπαίδευση και Εκπαιδευτικοί στη Λέρο από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι το 1912».
Ομιλήτρια: κα Σιμέλα Κινεβιζίδου, Διευθύντρια Δημοτικού Σχολείου Αγίας Μαρίνας.
ΩΡΑ 06:30΄ μ.μ.: «Η Εκπαίδευση στη Λέρο κατά την Ιταλοκρατία και κατόπιν».
Ομιλητής: Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Στρατονικείας κ.Στέφανος.
ΩΡΑ 06:50΄ μ.μ.: «Η προσφορά των Αποδήμων Λερίων Ευεργετών».
Ομιλητής: Γεώργιος Ι. Χρυσούλης, Γραμματεύς της Ιεράς Μητροπόλεως Λέρου-Καλύμνου-Αστυπαλαίας.
Μετά το πέρας των ομιλιών, ακολούθησε ημίωρη συζήτηση με διάφορες παρεμβάσεις κυρίως από εκπαιδευτικούς, οι οποίοι τόνισαν την σπουδαιότητα αυτής της ημερίδας, το πόσο σημαντικό είναι να μην λησμονείς την ιστορία σου, ενώ ακούστηκαν και προσωπικά βιώματα, εμπειρίες και αναμνήσεις από πολλούς πού έζησαν την κατοχή και τις σκληρές συνθήκες που πέρασε η εκπαίδευση στη Λέρο.
Τέλος, την εκδήλωση χαιρέτησε ο Δήμαρχος Λέρου κ. Μιχαήλ Κόλιας, ο οποίος συνεχάρη τους διοργανωτές και τους ομιλητές για την σπουδαία αυτή εκδήλωση, προτείνοντας μάλιστα αυτή η Ημερίδα να επαναληφθεί στο δημοτικό κινηματοθέατρο και να την παρακολουθήσουν όλοι οι μαθητές και μαθήτριες των εκπαιδευτηρίων του νησιού.
Την Ημερίδα έκλεισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ.Παΐσιος, ο οποίος και εκείνος με την σειρά του ευχαρίστησε και συνεχάρη την οργανωτική επιτροπή, τους ομιλητές και όσους ασχολήθηκαν με την τόσο όμορφη εκδήλωση, ώστε να χαρίσουν στο ακροατήριο μία πραγματικά πνευματική βραδιά. Τόνισε δε ότι «η σημερινή εκδήλωση ήταν ένα πνευματικό μνημόσυνο για όλους τους προγόνους μας, κληρικούς, λαϊκούς, εκπαιδευτικούς, ευεργέτες και δωρητές της παιδείας της Λέρου, οι οποίοι έδωσαν το είναι τους, την περιουσία τους, την αγάπη τους για την παιδεία». Ευχαρίστησε δε όλους όσους τίμησαν με την παρουσία τους αυτή την εκδήλωση.
Όλοι οι παριστάμενοι μετά το πέρας της εκδήλωσης, συνεχάρησαν τους ομιλητές και διοργανωτές.
Στην είσοδο του Συνεδριακού Κέντρου υπήρχε έκθεση φωτογραφίας, υπό την ευθύνη του αρχαιολόγου κ. Γεωργίου Κουσκουρίδα, δημοτικού υπαλλήλου, με θεματολογία από την εκπαίδευση τον περασμένο αιώνα στη Λέρο (περίπου 100 φωτογραφίες), καθώς και σε ειδική προθήκη εκτέθηκαν μερικά σπάνια έγγραφα, όπως το χειρόγραφο καταστατικό ίδρυσης της «Εφορείας Σχολών Λέρου» του 1889, το πρώτο βιβλίο πρακτικών του 1891, η χειρόγραφη διαθήκη του Μεγάλου Ευεργέτη Παναγιώτη Τράκα του 1897, ο Κανονισμός λειτουργίας των σχολείων της Λέρου έκδοση του 1906, το πρωτότυπο βιβλίο του Δ.Οικονομόπουλου «Λεριακά, ήτοι χωρογραφία της νήσου Λέρου», έκδοση του 1888, βιβλίο με όλες τις Εφημερίδες της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης Δωδεκανήσου, κ.α.
Τις εργασίες της ημερίδας παρηκολούθησαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ.Παΐσιος, ο Ιερός Κλήρος της νήσου, ο Έπαρχος κ.Ιωάννης Θεμέλαρος, ο Δήμαρχος κ.Μιχ.Κόλιας, η πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου κα Μαρία Παπαφώτη, ο αντιδήμαρχος κ.Γεώργιος Ζουμπούλης, οι δημοτικοί σύμβουλοι κ.κ. Ιωάννης Κωνσταντινίδης, Γεώργιος Παυλής, Στυλιανός Λουλουδιάς, Ιωάννης Σοροκάκης, ο φρούραρχος του νησιού και διοικητής της ΥΝΤΕΛ πλοίαρχος Α.Καραουλάνης, ο διοικητής του 588ΤΕ Ανχης Γεώργιος Γιαννόπουλος, η Διευθύντρια του Γενικού Λυκείου κα Μαργαρίτα Γεωργάκη, η Διευθύντρια του «Μπελλενείου Γυμνασίου κα Ειρήνη Διαμαντάρα, οι διευθυντές των Δημοτικών Σχολείων Αλίντων κ.Αναστάσιος Χατζηλάρης και Λακκίου κα Σοφία Ζερβού, η διευθύντρια και οι εκπαιδευτικοί του ΔΙΕΚ Νοσηλευτικής κυρίες Ειρήνη Γκουγκουλοπούλου, Μαρία Γιαννακού και Χρυσοβαλάντω Κυπραίου, ο κ.Δημήτριος Καστής μέλος της διοικούσας επιτροπής της «Εφορείας Σχολών Λέρου», η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα, πολλοί εκπαιδευτικοί, νηπιαγωγοί, ο πρώην Δήμαρχος Λέρου κ. Ιωάννης Αντάρτης, εκπρόσωπος του 3ου Σώματος Ναυτοπροσκόπων κ.Γεώργιος Βογιατζής, ο πρόεδρος και μέλη του Συλλόγου Μικρασιατών Λέρου Ε.Γλιάτας, Χρ.Κουτούζου, Δ.Σανδαλή, ο πρώην πρόεδρος της Π.Ε.Λ. κ. Ν.Νταλόγλου, φίλοι και συνεργάτες της Ιεράς Μητροπόλεως και του Τοπικού Ιστορικού Αρχείου Λέρου.
Επιμέλεια: Γεώργιος Ι. Χρυσούλης, Γραμματέας Ιεράς Μητροπόλεως
Τεχνική υποστήριξη – Φωτογραφίες: Γιάννης Χρυσούλης
Βιντεοσκόπηση: Δημήτρης Αγγελίδης
«Εκπαίδευση και Εκπαιδευτικοί στη Λέρο από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι το 1912».
Ομιλήτρια: κα Σιμέλα Κινεβιζίδου, Διευθύντρια Δημοτικού Σχολείου Αγίας Μαρίνας.
“Καλησπέρα σας,
Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κύριο Τραμπούλη, τον Προϊστάμενο του Τοπικού Αρχείου Λέρου, που οργάνωσε την ημερίδα αυτή και ανέθεσε σε μένα το κομμάτι της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών στη Λέρο, από τις αρχές του 18ου αιώνα έως το 1912.
Θα ήθελα από την αρχή να δηλώσω ότι τα στοιχεία στα οποία θα αναφερθώ, τα άντλησα κυρίως από το λεύκωμα που ετοιμάζει ο εκλεκτός συνάδελφος Κώστας Ασλανίδης με θέμα την Ιστορία του Δημοτικού Σχολείου Αγίας Μαρίνας. Ο Κώστας, διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Αγίας Μαρίνας αλλά και Προϊστάμενος του Τοπικού Αρχείου Λέρου για ένα χρονικό διάστημα, επιμελείται τη μελέτη αυτή και έχει συγκεντρώσει πολλά στοιχεία, μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία. Λίγα από αυτά, με την άδειά του, θα χρησιμοποιήσω κι εγώ στην ομιλία μου αυτή.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 στα χέρια των Τούρκων, εκτός των άλλων συνεπειών της, βύθισε στο πνευματικό σκοτάδι τους Έλληνες, αφού οι σοφοί άνδρες του Βυζαντίου, οι πρωτεργάτες της Παλαιολόγειας πνευματικής άνθησης, ζήτησαν, οι περισσότεροι, καταφύγιο στην Ευρώπη συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία της Αναγέννησης.
Στα σκοτεινά χρόνια, μέχρι και τα τέλη του 17ου αιώνα, μόνος πνευματικός τροφοδότης του έθνους έμεινε η Εκκλησία. Το Ψαλτήρι, η Οκτώηχος, τα Ευαγγέλια κι ο Απόστολος, έγιναν τα βιβλία από τα οποία μάθαιναν γράμματα τα Ελληνόπουλα. Γλώσσα και πίστη, ήταν τα στοιχεία που διαφοροποιούσαν τον καθημαγμένο Ελληνισμό από τους αφέντες Τούρκους και ενίσχυαν την εθνική του ταυτότητα. Η σταθεροποίηση των κοινωνικών συνθηκών και η δειλή ανάδυση μιας οικονομίας, λιγότερο αγροτικής και περισσότερο στηριγμένης στο εμπόριο και στη θάλασσα, στις αρχές του 18ου αιώνα, έκανε περισσότερο αισθητή στους υπόδουλους την ανάγκη εκπαίδευσης. Άλλωστε η δίψα για μάθηση δεν έλειψε ποτέ. ‘Έτσι, ξεκίνησε η ίδρυση σχολείων διαφόρων βαθμίδων σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Η πρώτη γνωστή μαρτυρία για την εκπαίδευση στη Λέρο, βρίσκεται στο περιηγητικό κείμενο του Ρώσου Βασίλι Γκριγκόριεβιτς Μπάρσκι, ο οποίος επισκέπτεται τη Λέρο το 1731. Στο κείμενο αυτό συναντούμε μία αναφορά στη σχολή του μοναχού Δαμασκηνού στο Κάστρο της Λέρου. Ο Δαμασκηνός, κατά κόσμον Δημήτριος, Λέριος στην καταγωγή και ανηψιός του μητροπολίτη Ηρακλείας Γερασίμου, αφού τελειώνει τις ανώτερες σπουδές του στην Πατμιάδα Σχολή και χειροτονείται μοναχός, επιστρέφει στη Λέρο το 1726. Σε επιστολή προς τον θείο του, αναφέρει το σκοπό για τον οποίο ιδρύει τη σχολή του: «…καί τῆς πατρίδος τό παχῦ σκότος τῆς βαρβαρότητος νά ἀποτινάξω καθ’ ὅσον δύναμαι….». Συγκεντρώνει στο Κάστρο περίπου είκοσι σπουδαστές, όχι μόνο Λέριους, στους οποίους διδάσκει Γραμματική, Φιλοσοφία και Θεολογία, μαθήματα που αντιστοιχούν σε ανώτερο κύκλο σπουδών. Δεν έχουμε καμία πληροφορία για κατώτερα σχολεία στο νησί, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ευπορότεροι κάτοικοι διδάσκουν κατ’ οίκον τα παιδιά τους ή ότι η Εκκλησία δείχνει μια μέριμνα για τη στοιχειώδη παιδεία.
Σιγά σιγά ο Δαμασκηνός συγκεντρώνει βιβλία, τα οποία γίνονται ο πυρήνας της αξιολογότατης βιβλιοθήκης της Παναγιάς του Κάστρου, η οποία περιέχει πολλά χειρόγραφα, σπάνιες εκδόσεις, καθώς και τον Κώδικα της Λέρου.
Η λειτουργία της Σχολής του Δαμασκηνού, στο ναό της Παναγίας αρχικά και κατόπιν μάλλον στο κτίσμα ανατολικά του ναού, πρέπει να συνεχίστηκε και μετά το 1740, αν και, όπως προκύπτει από αίτημά του στο θείο του Γεράσιμο Ηρακλείας, για ανέγερση νέας σχολής, δεν ήταν ικανοποιημένος από το χώρο της σχολής στο Κάστρο. Επίσης γνωρίζουμε ότι πριν το 1780, ο Δανιήλ ο Πάτμιος, ο επονομαζόμενος Κεραμέας, συνεχίζει το έργο του δασκάλου του Δαμασκηνού στη Σχολή του Κάστρου.
Μέχρι το 1838, δεν έχουμε πληροφορίες για την ίδρυση άλλου σχολείου στο νησί. Άλλωστε η ίδρυση σχολείων δεν αφορούσε στο οθωμανικό κράτος, το οποίο δεν επιθυμούσε την αφύπνιση των υπόδουλων Ελλήνων. Εκκλησία και δημογεροντία έπρεπε να εξεύρουν τους χρηματικούς πόρους για το χτίσιμο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τους εκπαιδευτικούς που θα δίδασκαν σε αυτά, καθώς και τα μέσα για τη λειτουργία τους. Ευτυχώς για τη Λέρο, υπήρχαν και οι Λέριοι της διασποράς.
Έτσι το 1838, ο επίσκοπος Αριστείας Μητροφάνης, Λέριος στην καταγωγή, συστήνει μια επιτροπή Λερίων της Κωνσταντινούπολης με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για το κτίσιμο μιας νέας Σχολής, η οποία αναφέρεται στα σχετικά έγγραφα ως Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων , ως Ιερά Σχολή και ως Ελληνική Σχολή. Η επιτροπή συγκεντρώνει το ποσόν των 60.000 γροσίων κι έτσι χτίζεται το πρώτο σχολείο του 19ου αιώνα στη Λέρο, στη θέση που είναι σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αγία Μαρίνα. Τα μέλη της επιτροπής αναφέρουν σε επιστολή τους: «…Μετ’ ὀλίγους χρόνους θέλομεν ἰδεῖ τήν νεολαίαν μας πεφωτισμένην μέ τά ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά φώτα τῆς παιδείας καί ἀξίαν νά ὀνομάζεται ἀληθῶς πεπαιδευμένη». Πάνω από την είσοδο, τοποθετείται μαρμάρινη επιγραφή, που λέει: «Η ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ / Ο ΧΟΡΗΓΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ / ΛΕΡΙΟΙ ΜΟΥΣΑΣ ΤΙΜΩΣΙ / 1838 ΕΝ ΛΕΡΩ».
Το σχολείο λειτουργεί με την μέθοδο της αλληλοδιδακτικής, όπως την εισήγαγε στον ελληνικό χώρο το 1830 ο πρώτος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Με τη μέθοδο αυτή, ο δάσκαλος, ο οποίο έχει να διδάξει πολλούς μαθητές διαφόρων ηλικιών, χρησιμοποιεί ως βοηθούς τους καλύτερους μαθητές , τους πρωτόσχολους, για να διδάξουν τους υπόλοιπους.
Πρώτος δάσκαλος διορίζεται ο εκ Λευκωσίας Λεόντιος Κληρίδης, πατέρας της πρωτοπόρου παιδαγωγού Σαπφούς Λεοντιάδος. Ο Κληρίδης φτάνει στη Λέρο τον Απρίλιο του 1838, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η ανέγερση του σχολείου. Είναι τόση η δίψα των Λερίων για μάθηση, ώστε τα μαθήματα ξεκινούν προσωρινά σε ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή. Του παραχωρούν σπίτι για να διαμείνει με την οικογένειά του και τον, διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή, μισθό των 4.000 γροσίων το χρόνο. Παραμένει στη Λέρο για οκτώ χρόνια και κατόπιν επιστρέφει στην πατρίδα του Κύπρο, για να γίνει Σχολάρχης της Ελληνικής Σχολής της Λευκωσίας. Στην ελληνική Σχολή τον διαδέχονται δύο Λέριοι δάσκαλοι: ο Σταύρος Κωνσταντινίδης για τον οποίο γνωρίζουμε ότι πριν είχε διδάξει και στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης και μερικά χρόνια αργότερα ο Εμμανουήλ Ιωαννίδης.
Πέντε χρόνια μετά την αναχώρηση του Κληρίδη, δηλαδή το 1851, ο άγγλος πρόξενος στη Ρόδο Νίβεν Κερ επισκέπτεται τη Λέρο. Στην αναφορά του προς τον Άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Υπάρχουν δύο κοινοτικά σχολεία, που συντηρούνται με έσοδα της εκκλησίας και στα οποία διδάσκονται αρχαία και νέα ελληνικά καθώς και τα βασικά στοιχεία της Εκπαίδευσης…».
Το πρώτο σχολείο για τα κορίτσια της Λέρου, το πρώτο δηλαδή Παρθεναγωγείο, λειτουργεί το 1865 κοντά στο Επισκοπείο και στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που τότε ήταν μητροπολιτικός ναός. Με αφορμή την ίδρυσή του, συναντούμε στον Κώδικα της Λέρου την πρώτη αναφορά για τον τρόπο διοίκησης των σχολείων. Αποφασίζεται τότε δηλαδή η ανάθεση της διεύθυνσης των Σχολείων «εις Εφορίαν», με πρόεδρο τον Αρχιερέα Λέρνης και μέλη εκλεγμένα από τους συνεισφέροντες στα έξοδα λειτουργίας των σχολείων. Το πρώτο Αρρεναγωγείο, το λεγόμενο και «Άνω Ελληνικόν Σχολείον» πρέπει να βρισκόταν κι αυτό στην ίδια περιοχή, στην Αγία Παρασκευή.
Μέσα στην επόμενη εικοσαετία, σημειώνονται πολλές αλλαγές τόσο μέσα στη Λέρο, όσο και έξω από αυτήν. Καταρχήν, το επίκεντρο της κοινοτικής ζωής μετατοπίζεται σταδιακά πιο χαμηλά, προς το σημερινό οικισμό του Πλατάνου. Εξαιτίας αυτού διατυπώνονται έντονοι προβληματισμοί για τη θέση του Παρθεναγωγείου. Το διδακτήριο, όπως τονίζεται «κατέστη λίαν ἀπόκεντρον και ἀνεπαρκές προς τον ἀριθμόν τῶν ἐν αὐτῷ φοιτώντων κορασίων, … πολύ ἀπέχον τῶν σήμερον σκοπουμένων ὑγιεινῶν κανόνων ἐν ταῖς τοιαῦταις οἰκοδομίαις. Καί πάντες μέν οἱ κάτοικοι συναισθάνονται τάς οὐσιώδεις ταῦτας ἐλλείψεις τοῦ παρθεναγωγείου των, ὁμοφώνως δ’ ἀνομολογούσι τήν ἀνάγκη ἀνεγέρσεως νέου οἰκοδομήματος ἐν θέσει μέν καταλληλοτέρα, ευρυχώρου δέ καί κατά τούς κανόνας τῆς ὑγιεινής καί τάς ἀπαιτήσεις τῆς νέας παιδαγωγικῆς διασκευασμένου…».
Επίσης από τα μέσα του 19ου αιώνα, η ισχυρή ως τότε παροικία των Λερίων της Κωνσταντινούπολης παρακμάζει. Στα βιβλία της Δημογεροντίας, εμφανίζονται όλο και λιγότερες αναφορές σ’ αυτήν, σε αντίθεση με τη λεριακή παροικία της Αιγύπτου. Οι Λέριοι της Αιγύπτου ασχολούνται με τη ναυτιλία, το εμπόριο, την εργοληψία δημοσίων έργων, τη γεωργία αλλά και τις επιστήμες και τις τέχνες. Πολλοί από αυτούς αποκτούν μεγάλες ακίνητες περιουσίες. Δεν ξεχνούν όμως τις ρίζες τους. Τον Ιανουάριο του 1873 ιδρύουν στο Κάιρο την «Αδελφότητα των εν Αιγύπτω Λερίων», με κύριο σκοπό την ενίσχυση των εκπαιδευτικών καταστημάτων της νήσου Λέρου.
Το 1882 ανεγείρεται με δαπάνες της Αδελφότητας η Αστική Σχολή Λέρου, στη θέση της Ελληνικής Σχολής του 1838 (δηλαδή εκεί που σήμερα είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο). Λειτουργεί ως σχολείο αρρένων και περιλαμβάνει και τμήμα νηπίων. Διευθύνεται από απόφοιτο Διδασκαλείου με έναν βοηθό.
Το 1884, ο Βαυαρός ακαδημαϊκός Κarl Krumbacher επισκέπτεται τη Λέρο. Στο βιβλίο του με τίτλο «Ελληνικό Ταξίδι», ανάμεσα στις άλλα στοιχεία που δίνει για τη Λέρο της περιόδου αυτής, αναφέρει ότι στο νησί λειτουργούν η Αστική Σχολή με 400 μαθητές διαφόρων ηλικιών και 4 δασκάλους, το Παρθεναγωγείο στην Αγία Παρασκευή με 200 μαθήτριες και 4 δασκάλες και το Ελληνικό Σχολείο (προφανώς το Άνω στην Αγία Παρασκευή με 70 μαθητές, δύο δασκάλους και διευθυντή τον Ιωάννη Αμπελά). Ο Krumbacher αφιερώνει μια ημέρα του ταξιδιού του σε επισκέψεις στα σχολεία του νησιού: Στο Αστικό από τις 8 το πρωί έως τις 11.30 γίνονται ασκήσεις ανάγνωσης και το απόγευμα διδάσκονται αριθμητική και γραφή, καθώς και λίγη γεωγραφία και ιστορία. Στην τελευταία τάξη του Ελληνικού ο διευθυντής Ιωάννης Αμπελάς εξηγεί την πραγματεία του Πλουτάρχου «Περί παίδων ἀγωγῆς» και οι μαθητές μεταφράζουν με άνεση το αρχαίο κείμενο στη νεοελληνική. Ο ίδιος ο Κρουμπάχερ θα υπαγορεύσει σε έναν μαθητή ένα εκτενές απόσπασμα από τον Ξενοφώντα και ο μαθητής θα το γράψει αλάνθαστα. Κακή όμως εντύπωση του κάνει το γρήγορο διάβασμα και η μηχανική απαγγελία των κανόνων. Παραδέχεται βέβαια, ότι αυτή η μέθοδος έχει εκπληκτική απόδοση στις δημόσιες εξετάσεις.
Τέσσερα μόλις χρόνια μετά τον Κrumbacher, το 1888, ο Διονύσιος Οικονομόπουλος στα «ΛΕΡΙΑΚΑ» του, που εκδίδονται με δαπάνη του Νικολάου Τσιγαδά Πασά, περιγράφει μια βελτιωμένη διδακτικά κατάσταση στα σχολεία της Λέρου. Εκτός από τα κοινοτικά σχολεία λειτουργούν ένα γραμματοδιδασκαλείον, το οποίο διευθύνει ένας παλιός δάσκαλος του Αστικού, ο Σταύρος Κωνσταντινίδης και ένα φροντιστήριο, όπου ο Λέριος λόγιος Εμμανουήλ Καραγιαννόπουλος, προετοιμάζει τους απόφοιτους του Σχολαρχείου για τις εξετάσεις στα γυμνάσια της Ελλάδος. Επίσης λειτουργεί και ένα διδακτήριο για πιο επαρκή εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας.
Το ίδιο έτος, το 1888, η Επισκοπή Λέρνης γίνεται Μητρόπολη Λέρου και Καλύμνου με πρώτο Μητροπολίτη τον Χρύσανθο. Με την ευκαιρία αυτή ο θεσμός της Εφορείας Εκπαιδευτικών Καταστημάτων Νήσου Λέρου παγιώνεται. Το Σεπτέμβριο του 1889 συντάσσεται το πρώτο καταστατικό της. Από αυτό προκύπτει ότι η Εφορεία ορίζεται αρμόδια για την επιλογή και το διορισμό των διευθυντών, των δασκάλων, των διδασκαλισσών και του βοηθητικού προσωπικού των σχολείων. Οι διορισμοί γίνονται με σύναψη ετήσιων συμβολαίων και καθορίζεται ο μισθός τους, με βάση τα προσόντα και την προϋπηρεσία τους. Επίσης αναλαμβάνει, σε συνεργασία με τους διευθυντές των σχολείων, τη διαμόρφωση του προγράμματος των εξετάσεων, προφορικών και γραπτών.
Το 1890, το αίτημα των Λερίων για καινούριο Παρθεναγωγείο θα εισακουστεί από το Βασίλειο Νικολαΐδη. Έτσι, το παλιό κτίριο στην Αγία Παρασκευή θα εγκαταλειφθεί και θα αποσαθρωθεί. Τελευταία αναφορά σ’ αυτό έχουμε σε έγγραφο της Εφορείας Σχολών στα τέλη του 1910: «Ἐπειδή αἱ οἱκοδομαί τοῦ ἐπισκοπείου και παλαιοῦ Παρθεναγωγείου μετεβλήθησαν σχεδόν εἰς ἐρείπια και ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ὑπεξαιροῦνται τά ἐν αὐτοῖς ὑλικά, ἐνεκρίθῃ ὅπως πλειστηριασθῶσιν εἴτε ἀμφότερα συγχρόνως εἴτε και ἑκάτερον ἰδιαιτέρως.».
Το Νικολαΐδειο Παρθεναγωγείο ανεγείρεται σε αμπέλι που ανήκε στην Παναγιά του Κάστρου. Ο Νικολαΐδης με διαθήκη του, δύο χρόνια αργότερα αφήνει μεγάλο κληροδότημα στην Άνω Αίγυπτο, το οποίο αποφέρει 1000 χρυσά φράγκα τον χρόνο με σκοπό τη συντήρηση του νέου εκπαιδευτηρίου. Το κληροδότημα αυτό σύντομα μειώθηκε και τελικά χάθηκε, εξαιτίας διαφόρων λόγων, που θα χρειαζόταν αρκετός χρόνος για να αναφερθούν.
Το σχολείο χτίζεται σε νεοκλασικό ρυθμό και συναποτελείται από το κυρίως κτίριο έξι αιθουσών κι ένα μονόχωρο, μάλλον νηπιαγωγείο θηλέων, το λεγόμενο «Κιόσκι», που βρισκόταν μπροστά από τη δυτική είσοδο του κυρίως κτιρίου, είχε πυραμιδοειδή στέγη και γκρεμίστηκε, μετά τον πόλεμο, αφού είχε βομβαρδιστεί από τους Γερμανούς. Έχουμε μία μοναδική φωτογραφία του ερειπωμένου κτιρίου, αν και το σχήμα της οροφής του, διακρίνεται σε παλιές φωτογραφίες.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1900, χτίζεται το νέο Αρρεναγωγείο, δαπάναις του Παναγιώτη Τράκα. Το 1943, το νεοκλασικού ρυθμού κτίριο, υφίσταται σοβαρές ζημιές από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς, όπως άλλωστε και το Κιόσκι του Νικολαΐδειου και η Αστική Σχολή. Η λειτουργία των τριών αυτών κτιρίων παύει. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 το Αρρεναγωγείο επισκευάζεται και αρχίζει πάλι να λειτουργεί ως Νηπιαγωγείο Αγίας Μαρίνας πλέον.
Στη σπάνια αυτή φωτογραφία των χρόνων της Ιταλοκρατίας, διακρίνουμε τις οροφές των τριών κτιρίων (Αστική Σχολή, Νικολαΐδειο Παρθεναγωγείο και Κιόσκι). Στο πρώτο άρθρο του κανονισμού των Εκπαιδευτικών Καταστημάτων της νήσου Λέρου, του 1903, αναφέρονται τα εξής σχολεία: α) ἡ ἑπτατάξιος Σχολή τῶν Ἀρρένων, συμπεριλαμβανομένου ἐν αὐτῇ καί τοῦ νηπιαγωγικοῦ τμήματος και β) τό ἐπίσης ἐπτατάξιον Παρθεναγωγεῖον, Νικολαΐδειον καλούμενον από τοῦ συντηρητοῦ αὑτοῦ ἀοιδίμου Βασιλείου Νικολαΐδου. Από την αναφορά αυτή, συμπεραίνουμε ότι το Αρρεναγωγείο και η Αστική Σχολή λειτουργούν συνεπικουρικά για τους άρρενες μαθητές, ενώ το Παρθεναγωγείο και το Κιόσκι λειτουργούν για τα κορίτσια.
Παράλληλα, όπως προκύπτει από την έκθεση που συνέταξε ο Διευθυντής της Αστικής Σχολής Θρασύβουλος Μάλης το 1908, λειτουργεί μονοτάξιο παράρτημα της Σχολής στο Λακκί. Ο Μάλης θεωρεί ότι ο τρόπος λειτουργίας του δεν παρέχει ουσιαστική χρησιμότητα, αφού λειτουργεί μόνο ως «φυλακτήριον νηπίων τῶν χωρικῶν μητέρων». Λαμβάνοντας υπόψιν τη δυσκολία των μαθητών να φτάνουν περπατώντας, ξυπόλητοι κατά κύριο λόγο και πολλές φορές με ελάχιστο φαγητό, από όλη τη Λέρο στα σχολεία της Αγίας Μαρίνας, και επίσης την πολύ μεγάλη διαρροή μαθητών των αγροτικών περιοχών, προτείνει την ίδρυση τριτάξιας σχολής στην περιοχή του Λακκιού με ένα δάσκαλο. Σε έκθεσή του του 1912, ο ίδιος διευθυντής δεν κάνει καμία αναφορά στο παράρτημα του Λακκιού. Να υποθέσουμε ότι το πρόβλημα έπαψε να υφίσταται ή ότι ο Μάλης απογοητεύτηκε από την έλλειψη θέλησης να βρεθεί λύση στο πρόβλημα αυτό;
Το τελευταίο σχολείο που ανεγείρεται στην Αγία Μαρίνα, πριν από την άφιξη των Ιταλών στο νησί, είναι το Μαλαχίειο Νηπιαγωγείο, το γνωστό και ως Πάνω Σχολείο. Ο ιδρυτής του Θεόδωρος Μαλαχίας, αγοράζει το οικόπεδο το 1906. Πρόκειται για το πρώτο νηπιαγωγείο αρρένων στο Αιγαίο, όπως μαρτυρεί η Διευθύντριά του Αμαλία Ευαγγέλου: «… Μετά πατριωτικῆς δέ ὑπερηφανείας δύναμαι νά εἴπω ὅτι ἡ πατρίς μου Λέρος προέβη πρώτη είς τήν ἵδρυσιν καί Νηπιαγωγείου αρρένων. Τιμή, λοιπόν, εἰς αὐτήν καί εὐγνωμοσύνη ἄπειρος εἰς τόν εὐεργέτην τῆς Λέρου Σεβαστόν Κύριον Θεόδωρον Μαλαχίαν, τόν παρασχόντα τά μέσα πρός ἵδρυσιν τοιούτου Νηπιαγωγείου». Οι εργασίες ανέγερσής του ξεκινούν στις 25 Ιουλίου 1910 και στις 25 Φεβρουαρίου 1912 γίνεται η πράξη δωρεάς του. Στην αρχική του μορφή το κτίριο ήταν πολύ ψηλό και οι πεσσοί της πρόσοψης συνδέονταν με τόξα, όπως φαίνεται σε παλιές φωτογραφίες. Μετά από κάποια χρόνια οι τοξοειδείς αυτές κατασκευές αφαιρέθηκαν, με αποτέλεσμα να μειωθεί το ύψος του.
Δύο μήνες μετά τη μέρα που οι Ιταλοί εμφανίζονται ως σωτήρες των Δωδεκανησίων από τους Οθωμανούς, οι μαθητές στα σχολεία της Λέρου είναι 832, όπως προκύπτει από την έκθεση της Εξεταστικής Επιτροπής των σχολείων, μέλη της οποίας είναι οι Ιωάννης Μανουηλίδης, Εμμανουήλ Βαλσαμής και Σάββας Ρούσσος. Στο Παρθεναγωγείο φοιτούν 223 μαθήτριες, στο Νηπιαγωγείο 150, δηλαδή συνολικά 373 κορίτσια. Οι άρρενες μαθητές είναι 459. Παρατηρείται βέβαια ότι όσο μεγαλώνουν οι τάξεις, τόσο λιγότερα είναι τα αγόρια που συνεχίζουν τη φοίτηση, καθώς μάλλον υποχρεώνονται να βοηθήσουν τους γονείς στις εργασίες τους. Κατακλείδα της έκθεσης είναι το ακόλουθο συμπέρασμα: «… Ἐν τέλει σημειοῦμεν, ὅτι τό ὅλον τῶν μαθητῶν καί μαθητριῶν εἰς ἀμφοτέρας τάς Σχολάς ἀνερχόμενον εἰς τό οὐχί εὐκαταφρόνητον ἀριθμόν τῶν 832 πρέπει νά θεωρηθεῖ σημαντικόν διά τήν Νῆσον μας ἥτις κατά τήν στατιστικήν τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Αἰγαιοπελαγιτῶν κατοικεῖται ἐξ 7.000 περίπου κατοίκων. Ἡ σημασία τῆς ἀναλογίας ταύτης θά κατανοηθῇ ἔτι πλέον ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὅψιν ὅτι εἰς τά πλεῖστα μέρη τῆς Ἑλλάδος, ἐκτός τῶν πρωτευουσῶν πόλεων, ὑπολογίζεται ὅτι ἐπί 100 κατοίκων ἀναλογοῦν 8 περίπου μαθηταί ἐνῷ ἐν τῇ Νήσῳ μας ἐπί ἑκατόν κατοίκων ἀναλογοῦν 12 περίπου μαθηταί».
Η άνθιση της παιδείας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, σύντομα παύει. Στα επόμενα χρόνια, οι σωτήρες των νησιών, αρχίζουν να δείχνουν το στυγνό αποικιοκρατικό πρόσωπό τους. Οι μεθοδεύσεις τους, καθώς και οι δεινές συνθήκες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου οδηγούν στην δημιουργία μερικών γενεών αναλφάβητων μερικά ή ολικά, που ίσως δεν έμαθαν ποτέ να γράφουν σωστά ελληνικά, όμως ποτέ δεν έχασαν την αγάπη τους για την Ελλάδα και για την παιδεία. Οι Λεριοί που μεταπολεμικά με ένα σταυρό δήλωναν το όνομά τους ή με δυσκολία και ανορθόγραφα χάρασσαν τις ελληνικές λέξεις, αυτοί που υποχρεώθηκαν να παρακολουθούν κατά κύριο λόγο ιταλικά στα σχολεία της Ιταλοκρατίας, παρότρυναν τα παιδιά και τα εγγόνια τους να μάθουν γράμματα και είδαν με μεγάλη χαρά τη λειτουργία τόσων σχολείων στα χρόνια που ακολούθησαν. Γιατί γνώριζαν διαισθητικά, αυτό που πολύ ωραία διατύπωσε κάποτε ο Νέλσον Μαντέλα: «Η εκπαίδευση και η μόρφωση είναι το πιο ισχυρό όπλο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να αλλάξουμε τον κόσμο».
«Η Εκπαίδευση στη Λέρο κατά την Ιταλοκρατία και κατόπιν».
Ομιλητής: Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Στρατονικείας κ.Στέφανος.
“Θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω τον Προιστάμενο του Τοπικού Αρχείου Λέρου για την ανάθεση της σημερινής ομιλίας σχετικά με τα της εκπαιδεύσεως στη Λέρο στην πολυτάραχη και εθνικά επιζήμια εποχή της Ιταλοκρατίας .
Η ταυτότητα ενός λαού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γλώσσα , η οποία δεν είναι απλώς ένα εργαλείο συνεννόησης ή ένα μέσο επικοινωνίας αλλά αποτελεί τον φορέα και τον εκφραστή ιδεών, αξιών και αντιλήψεων . Μεταφέρει τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής του λαού που τη μιλάει , μεταδίδει την ζωντανή παράδοση στις επόμενες γενιές, εκφράζει τον πολιτισμο και είναι η ίδια φορέας πολιτισμού.
Η Ελληνική γλώσσα είναι μία από τις αρχαιότερες γραπτές γλώσσες του κόσμου ,(υπάρχουν γραπτά κείμενα από τον 15ο αι. π.Χ. , 3500 χρόνια πριν ) και η αρχαιότερη γραπτή γλώσσα με πλούσια λογοτεχνική παράδοση στην Ευρωπαϊκή επικράτεια, είχε και εξακολουθεί να έχει ποικίλες άμεσες και έμμεσες επιδράσεις σχεδόν σε όλες τις γλώσσες της Ευρώπης, και, μέσω αυτών, σε πολλές άλλες γλώσσες του πλανήτη.
Η γλώσσα του Ομήρου και του Θουκυδίδη, του Σοφοκλή και του Αριστοτέλη, η γλώσσα της Καινής Διαθήκης η οποία έγινε το όχημα για τη διάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου στον κόσμο , η άλλοτε επικρατέστερη γλώσσα στη Μεσόγειο κ τη Νότια Ευρώπη, η γλώσσα των επιστημών (Ιατρικής, Φυσικής, Φιλοσοφίας , Θεολογίας , της σύγχρονης επιστήμης της Πληροφορικής ), η γλώσσα των βυζαντινών χρονογραφημάτων, του Σολωμού , του Παλαμά και του Ρίτσου, η γλώσσα που τεκμηριώνει και αντικατοπτρίζει τη συνέχεια του Ελληνισμού και του πολιτισμού του από τον αρχαιοελληνικό έως τον ελληνορθόδοξο και έως τις μέρες μας.
Η Ελληνική γλώσσα είναι μοναδική και αυτό δεν το λέμε εμείς σε μία έξαρση εθνικισμού , αλλά το αποδεικνύουν τα διεθνώς αποδεκτά στοιχεία σχετικά με την αξία της και η επίσημη διδασκαλία της στα καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου . Και όπως λέει ο Ελύτης στην ομιλία του το 1979 στη Στοκχόλμη , όταν βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ , «Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα” όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια…..».
Όταν λοιπόν κάποιος στοχεύει στον αφανισμό της πολιτιστικής παράδοσης και την αλλοίωση της Εθνικής ταυτότητας ενός λαού ξεκινά από τον εξοβελισμό της γλώσσας του και των φορέων οι οποίοι τη συντηρούν και τη διαδίδουν , για τα Ελληνικά δεδομένα , του σχολείου και της Εκκλησίας . Κάτι ανάλογο έγινε λίγο πολύ στον τόπο μας σε κάθε περίοδο που αυτός γνώριζε έναν κατακτητή όπως και την περίοδο της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα στην οποία και θα αναφερθούμε εν τάχυ . Την τακτική αυτή επιβεβαιώνει απόσπασμα εγγράφου του τότε Ιταλού διοικητού Δωδεκανήσου Mario Lago προς το Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 10 Μαρ 1933.
«Πρέπει να σκεφτούμε ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι ελληνόφωνα. Θα γίνουν δίγλωσσα, αλλά δεν θα πάψουν να είναι ελληνικά. Δεν απεθνικοποιείται ένας λαός όπως αυτός σε λίγα χρόνια. Είναι μια φυλή ευφυής, που έχει συνείδηση του χιλιετούς πολιτισμού της….πρώτο μέτρο να κοπεί ο δεσμός ανάμεσα στην εκκλησία και στο σχολείο» γράφει και μας παραθέτει το απόσπασμα μεταφρασμένο από τα ιταλικά ο κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής (Η Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912 – 1943).
H Εκκλησία κάθε φορά που καλούνταν από τις περιστάσεις, μαζί με τον σωτηριολογικό της ρόλο στη ζωή του Ορθοδόξου πληρώματός της , αναλάμβανε και τον εθναρχικό . Φωτισμένοι Ιεράρχες πλαισιωμένοι από πατριώτες γεμάτους αυταπάρνηση και αγάπη για τον τόπο και το κοινό καλό αναλάμβαναν ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες με σκοπό πάντοτε την στήριξη του λαού , τη διάσωση της ιστορίας , της γλώσσας , του πολιτισμού και της Εθνικής μνήμης.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στη Λέρο από το 1865 επί Επισκόπου Λέρνης Ιγνατίου όταν γίνεται η πρώτη προσπάθεια ανάθεσης της διευθύνσεως των εκπαιδευτηρίων «Εις Εφορίαν» με πρώτιστο καθήκον όπως αναφέρεται στον Κώδικα νήσου Λέρου «…την αυστηράν επαγρύπνησιν περί της προόδου και βελτιώσεως των Εκπαιδευτικών Καταστημάτων» . Είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα , το Σεπτέμβριο 1889 ιδρύεται επίσημα με καταστατικό υπό του τότε Μητροπολίτου Λέρου & Καλύμνου Χρυσάνθου του Βυζαντίου «Η Εφορία Εκπαιδευτικών Καταστημάτων Λέρου » με σκοπό την φροντίδα για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων της Λέρου και τη διαχείριση των κληροδοτημάτων των Μεγάλων Λερίων Ευεργετών .
Η ανατολή του 20ου αι. βρίσκει τα εκπαιδευτικά πράγματα στη Λέρο σε άνθιση . Λειτουργεί ήδη η Αστική Σχολή , το Νικολαίδειο Παρθεναγωγείο και Νηπιαγωγείο . Το 1906 με πρωτοβουλία του τότε Προέδρου της Εφορίας Σχολών Μητροπολίτου Λέρου & Καλύμνου Γερμανού Θεοτοκά , θα συνταχθεί και θα εκδοθεί ο Κανονισμός Λειτουργίας των Σχολείων της Λέρου. Περιελάμβανε 27 άρθρα , στα οποία ορίζονται ο τρόπος λειτουργίας των Σχολείων , τα προσόντα , οι ευθύνες και οι αρμοδιότητες των εκπαιδευτικών , τα καθήκοντα των μαθητών και των κηδεμόνων τους.
Το 1912 ο Ιταλός αντιστράτηγος Giovanni Ameglio κατέλαβε τη Ρόδο και ορίστηκε διοικητής των νησιών. Για περισσότερο από 30 χρόνια οι Ιταλοί επίμονα και οργανωμένα σχεδίαζαν όχι μόνο την πολιτιστική αλλοτρίωση, αλλά τον αφελληνισμό και τον εξιταλισμό των νησιών. Από τα τέλη του 1912 και κατά τη διάρκεια του 1913 και αργότερα έχουμε απελάσεις καθηγητών και δασκάλων.
Από την έκθεση του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου Vittorio Elia πληροφορούμαστε ότι το 1916 συστάθηκε το «Γραφείο Επιθεώρησης της Δημόσιας Εκπαίδευσης» και μέχρι το 1919 είχε υιοθετηθεί στα δημοτικά σχολεία της Πόλης της Ρόδου (ελληνικά, εβραϊκά και μουσουλμανικά) η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας. Σε Πρακτικό της Εφορείας Σχολών του Αυγούστου 1916 διαβάζουμε «Διορίζεται ως Διδάσκαλος της Ιταλικής Γλώσσης δι΄αμφότερα τα σχολεία και επί εξ ώρας την εβδομάδα ο διευρμηνεύς Δημήτριος Ρώσσης αντί ετησίου μισθού φράγκων Ιταλικών εννεακοσίων (900) » . Να σημειωθεί ότι στα ελληνικά σχολεία η διδασκαλία της Ιταλικής επιβλήθηκε δια της βίας, αφού οι μαθητές που δεν έπαιρναν τουλάχιστον έξι στα ιταλικά, θεωρούνταν στάσιμοι, ασχέτως αν είχαν προβιβάσιμους βαθμούς στα άλλα μαθήματα. Σε κάθε νησί διορίστηκε γενικός διευθυντής των σχολείων ιταλός αξιωματικός, για να προβαίνει στους σχετικούς ελέγχους.
Παρά όμως τα όποια εμπόδια παρουσιαζόταν λόγω του νέου κατακτητού η παιδεία στη Λέρο προάγεται και ο αγώνας για τη μόρφωση και τη διατήρηση της Ελληνορθοδόξου ταυτότητας των ελληνοπαίδων είναι συνεχής . Ηδη από το 1912 λειτουργεί το Μαλαχίειο Νηπιαγωγείο , δωρεά του Μ.Ευεργέτου Θεοδ. Μαλαχία εξ΄Αιγύπτου , ως Νηπιαγωγείο Αρρένων , ενώ αργότερα τον Αύγουστο 1916 αποφασίζεται η συγχώνευση των δύο Νηπιαγωγείων Αρρένων και Θηλέων σε ένα , με νηπιαγωγό την Αμαλία Ευαγγέλου.
Ο αγώνας των Εφοροσυμβούλων είναι συνεχής ώστε όλα τα παιδιά του νησιού να έχουν πρόσβαση στα σχολεία και να μπορούν να μορφωθούν . Βέβαια λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη μέσων μαζικής μεταφοράς και τις δυσχερείς συνθήκες μεταφοράς των μαθητών , σκεφτείτε να πρέπει μικρά παιδιά να μετακινούνται καθημερινά και το χειμώνα από το Λακκί και τον Ξηρόκαμπο στα σχολεία του Πλατάνου , μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί πολλά παιδιά δεν παρακολουθούσαν τα μαθήματα ή έκαναν πολλές απουσίες . Ετσι το Σεπτέμβριο του 1922 η Εφορεία αποφασίζει την ίδρυση των 2 πρώτων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου σε κατάλληλο οίκημα στο Λακκί «…δια τους εν των διαφόρων εξοχών προσελευσομένους μικρούς μαθητάς… » με πρώτο διδάσκαλο τον Εμμ. Γαρυφαλλή.
Οι κόποι όλων των ενδιαφερομένων αποδίδουν καρπούς έτσι τον Αύγουστο 1923 αποφασίζεται η προσθήκη ογδόης τάξεως (Α΄Γυμνασιακής ) στο Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο του νησιού και μέχρι το 1927 προστέθηκαν και οι άλλες 3 τάξεις του πρώτου Γυμνασίου στο νησί με Γυμνασιάρχη τον εκ Καλύμνου καθηγητή Ιωάννη Καβάσιλα.
Εκτός όμως από τα Ιταλικά τα οποία διδασκόταν υποχρεωτικά στα σχολεία μας λόγω της κατοχής , η Εφορία Σχολών διορίζει το Σεπτέμβριο 1924 τον Νικόλαο Θέμελη «δια την διδασκαλίαν της Γαλλικής και της Αγγλικής γλώσσης εν τω Αρρεναγωγείω » , όπως αναφέρει το σχετικό πρακτικό. Βλέπουμε λοιπόν ότι παρά τα προβλήματα , κυρίως οικονομικά και κατόπιν λόγω της ανθελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής των Ιταλών , τουλάχιστον μέχρι αυτή τη χρονική στιγμή τα εκπαιδευτήρια της μικρής και ακριτικής Λέρου δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν αυτά των μεγάλων πόλεων .
Τον Φεβρουάριο 1923 ανέλαβε κυβερνήτης Δωδεκανήσου ο Mario Lago , ο οποίος έφτασε στη Ρόδο αποφασισμένος να διακόψει κάθε δεσμό της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα. Ο νέος κυβερνήτης αντιλαμβανόμενος τον εθνικό ρόλο που διαδραμάτιζαν τα ελληνικά σχολεία, επιχείρησε με τον Σχολικό Κανονισμό που εφήρμοσε το 1926 , την ωμή επέμβαση των Ιταλών στη λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων.
Ο Σχολικός Κανονισμός προέβλεπε:
α) την απαγόρευση της ανάμειξης της Εκκλησίας στην εκπαίδευση,
β) την απαγόρευση των διδασκόντων να αναμειγνύονται με την πολιτική,
γ) την υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας,
δ) την καθιέρωση κρατικών εξετάσεων για τους αποφοίτους των σχολείων,
ε) την ίδρυση Διδασκαλείου που θα χορηγεί πτυχία στους δασκάλους (τριετούς φοιτήσεως, με ένα χρόνο πρακτική εξάσκηση και εξετάσεις).
Η διδασκαλία της ιταλικής έγινε πρωτεύον και υποχρεωτικό μάθημα στα ελληνικά σχολεία κάθε βαθμού. Με το διορισμό Ιταλού επόπτη στα δημοτικά σχολεία, η γενική εποπτεία αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία των Μητροπόλεων ή των Δημογεροντιών, ενώ ο ιταλός διοικητής αποκτούσε το δικαίωμα να ελέγχει τα οικονομικά των σχολείων ετσι το 1929 η Εφορεία Σχολών καταργείται από τις ιταλικές αρχές και η μέριμνα της εκπαίδευσης και της μετάδοσης των χαρακτηριστικών του Ελληνα περνάει σε εκείνους οι οποίοι ήθελαν τον αφανισμό του.
Το 1936 ο Μάριο Λάγκο αντικαταστάθηκε και τη θέση του ως κυβερνήτης των νησιών πήρε ο στρατάρχης Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι (Cesare Maria De Vecchi), ο οποίος ήταν ένας από τους τετράρχες του φασιστικού κόμματος στην Ιταλία. Η φασιστική αυστηρότητα και η απρόβλεπτη συμπεριφορά του δημιούργησαν κλίμα φόβου και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ο Mario Lago φάνηκε στα μάτια του πληθυσμού σαν ευεργέτης. Τον Ιούλιο του 1937 εξέδωσε το διάταγμα 149 το οποίο αποτέλεσε ταφόπλακα για την ελληνική εκπαίδευση. Τα ελληνόπουλα είχαν δύο επιλογές: είτε θα έμεναν εκτός εκπαίδευσης επειδή οι γονείς τους δεν τα έστελναν στα ιταλικά σχολεία, είτε θα φοιτούσαν στα ιταλικά σχολεία διδασκόμενοι όλα τα μαθήματα στην ιταλική γλώσσα. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα θα ήταν η γενιά αυτή των παιδιών που βρίσκονταν στη σχολική ηλικία να στερηθεί την ελληνική παιδεία και θα προέκυπτε μια γενιά Δωδεκανησίων που δεν θα ήταν ικανοί να γράψουν και να διαβάσουν την ελληνική γλώσσα.
Η «lingua locale» δηλαδή η ελληνική γλώσσα έγινε μάθημα προαιρετικό, χωρίς βιβλία έως την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Οι Έλληνες δάσκαλοι υποχρεούνταν να μιλούν και να διδάσκουν μόνο ιταλικά, διαφορετικά τους περίμενε η απόλυση. Η φοίτηση των παιδιών από 6 έως 11 ετών ήταν υποχρεωτική, σε περιβάλλον όπου απαγορευόταν, με βαριά πρόστιμα και άλλες ποινές, η χρήση της ελληνικής. Σταδιακά όλα τα σχολεία μετατράπηκαν σε ιταλικά με Ιταλούς δασκάλους . Ο Ελληνας όμως , όπως και άλλοτε , αντιστάθηκε με κάθε τρόπο στις μεθοδεύσεις αυτές , τα κρυφά σχολειά ξαναλειτούργησαν και οι ιερείς και όσοι γνώριζαν γράμματα ανέλαβαν και πάλι το ιερό τους έργο μέχρι να περάσει το κακό.
Ο αείμνηστος καθηγητής Μιχαήλ Σαμάρκος στο βιβλίο του «Λέρος η Μάλτα του Αιγαίου» γράφει σχετικά για τη συγκεκριμένη περίοδο « Στη Λέρο η παιδεία βρίσκεται σε ζηλευτή ακμή αν αναλογιστούμε τον αριθμό των κατοίκων … Η φασιστική κυβέρνηση δεν ανέχεται την ακμή αυτή της παιδείας …. Από τα σχολεία της Λέρου απολύθηκαν σχεδόν όλοι οι παλιοί δάσκαλοι και πήραν τη θέση τους Ιταλοί . Βγαίνοντας όμως οι δάσκαλοι από τα επίσημα ιταλοποιημένα σχολεία άνοιξαν τα «κρυφά σχολειά » που ήταν τα σπίτια τους και τα σπίτια των Λεριών».
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος συνταξιούχος εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ,ο οποίος μεγάλωσε στη Λέρο αφηγείται στη HuffPost Greece . « Το 1937, ήμουν έξι ετών έπρεπε να πάω στο σχολείο, όμως οι Έλληνες καθηγητές αντικαταστάθηκαν από Ιταλούς με αποτέλεσμα εγώ να πάω για πρώτη φορά σχολείο σε ιταλικό. Ο πατέρας μου, όπως και οι περισσότεροι γονείς εκείνοι την εποχή αντιδρούσαν αλλά δεν είχαν επιλογές, αφού η φοίτηση ήταν υποχρεωτική και οι ποινές σε όποιον δεν υπάκουε ήταν αυστηρές με χρηματικά πρόστιμα ακόμη και φυλάκιση.
Ο πατέρας μας ήταν ο δάσκαλός μας κάθε βράδυ που ερχόταν κατάκοπος από το μεροκάματο άπλωνε στο τραπέζι ένα κομμάτι στράτσο χαρτί, χαρτί του μπακάλη δηλαδή, αφού το τετράδιο ήταν απλησίαστη πολυτέλεια και με ένα μικροσκοπικό από τα πολλά ξυσίματα μολυβάκι, κάτω από το φως της λάμπας πετρελαίου μας έμαθε, εμένα και τον αδελφό μου, τα πρώτα γράμματα. Μας έμαθε να διαβάζουμε και να γράφουμε το ελληνικό αλφάβητο. Μας έβαζε και αντιγραφή από ένα παλιό σχολικό βιβλίο, κατάλοιπο από προηγούμενα χρόνια, απομεινάρι από τα μαθητικά χρόνια κάποιου θείου μου από τότε που λειτουργούσαν τα ελληνικά σχολεία. Όμως δεν μπορούσαμε να μείνουμε στο συλλαβισμό και επειδή οι γνώσεις του πατέρα μου ήταν λίγες , άλλωστε είχε πάει μόνο μέχρι την τρίτη δημοτικού, ανέλαβε την μόρφωσή μας η θεία μου που είχε τελειώσει ελληνικό δημοτικό σχολείο και εθεωρείτο η πιο μορφωμένη της οικογένειας.
Όσο το κρυφό σχολειό ήταν στο σπίτι τα πράγματα ήταν εύκολα και ακίνδυνα. Όμως για να πάμε στη θεία μου έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουμε από το κτήριο της ιταλικής αστυνομίας. Ποιος τολμούσε να έχει μαζί του βιβλία και τετράδια…Τότε λοιπόν μαθητική μας τσάντα έγινε το καλάθι. Στον πάτο η μητέρα μας τοποθετούσε τυλιγμένα σε παλιόχαρτα τα ελληνικά βιβλία και τα γραπτά μας και το απογέμιζε με φρούτα και άλλα είδη της εποχής. Στο γυρισμό η θεία έβαζε από επάνω άλλα είδη».
Το ταξίδι πίσω στο χρόνο συνεχίζεται και ο Χρήστος Παπαδόπουλος θυμάται τότε που η θεία του τού έδινε παλιά τεύχη του περιοδικού «Ναυτική Ελλάς», που είχε τότε συνεργάτες σπουδαίους συγγραφείς και «θαλασσογράφους» όπως τον Λυκούδη, τον Καρκαβίτσα, τον Ποταμιάνο, και διαβάζοντάς τα εξασκούσαν την ελληνική γλώσσα.
Επίσης κατά μαρτυρία του κ. Νικ.Νταλόγλου την περίοδο εκείνη «Κρυφό σχολειό» λειτουργούσε και στο σπίτι του παπα- Μάρκου Παπαγεωργίου στο Καλικάρι όπου πήγαινε εκείνος , η Αννα Μοσχονά , ο Παντελής Παπαφώτης κ.α. γύρω στα 7-8 παιδιά.
Στη συνέχεια ήρθαν τα κατηχητικά . Τα Κατηχητικά γίνονται τώρα τα σχολεία της Δωδεκανήσου. Ο παπάς και ο θεολόγος-ιεροκήρυκας καλούνται να αντικαταστήσουν τον δάσκαλο και μέσω της διδασκαλίας των θρησκευτικών να διατηρήσουν ζωντανό το θρησκευτικό συναίσθημα και να διασώσουν την ελληνική γλώσσα. Ο De Vecchi είχε δώσει τη συγκατάθεσή του να διδάσκονται τα παιδιά των Ελλήνων το θρησκευτικό μάθημα . Η άδεια είχε δοθεί με τον όρο ότι το μάθημα θα γινόταν μόνο μέσα στην εκκλησία και θα χρησιμοποιούνταν ως δάσκαλοι μόνο κληρικοί. Τα θρησκευτικά βιβλία χρησιμοποιούνταν και ως αναγνωστικά . Εκτός από Θρησκευτικά και ελληνικά δίδασκαν επίσης Ιστορία και Αριθμητική.
Η επιτυχία των Κατηχητικών σχολείων ήταν πολύ μεγάλη την περίοδο 1937-1943. Η Ελληνική γλώσσα, έστω και μ’ αυτό τον τρόπο, δεν σταμάτησε να διδάσκεται και τα Κατηχητικά σχολεία διατήρησαν ζωντανή την Ελληνική Εθνική ταυτότητα των Δωδεκανησίων και μάλιστα μέσα σε εντελώς αντίξοες συνθήκες. Χαρακτηριστικό της επιτυχίας των κατηχητικών σχολείων είναι το γεγονός ότι με την λήξη του σχολικού έτους 1941-1942 οι περιφερειακοί Ιταλοί διευθυντές των σχολείων της Δωδεκανήσου συγκεντρώθηκαν και συνεδρίασαν στο Γεννάδι της Ρόδου , όπου εισηγήθηκαν στη Διοίκηση να απελάσει τους θεολόγους, γιατί κατέστρεφαν το έργο των κρατικών σχολείων.
Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Χρήστος Παπαδόπουλος μας λέει « Στο κατηχητικό τα μαθήματα δεν ήταν καθημερινά, αλλά δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Εκεί διδάσκονταν γλώσσα, ιστορία και άλλα μαθήματα. Ωστόσο επισημαίνει αυτό που τον εξοικείωσε, όπως και πολλούς άλλους, στα αρχαία κείμενα ήταν η φοίτησή τους στο ψαλτήρι, δίπλα στον ψάλτη.
«Θυμάμαι συνεχίζει ο Χρ.Παπαδόπουλος ήταν ένας ψάλτης, ο Εμμανουήλ Καζαβούλης, που αργότερα έγινε ιερέας στη Ψέριμο. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στο σπίτι του και μας προετοίμαζε για τα τροπάρια της επόμενης Κυριακής και μαθαίναμε αρχαίες λέξεις που μπορεί να μην τις καταλαβαίναμε τότε αλλά τις λέγαμε και τις αποδίδαμε σωστά».
Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Χρ. Παπαδόπουλος θυμάται το μένος των Ιταλών δασκάλων απέναντι στην Ελληνική γλώσσα . «… οι Ιταλοί δάσκαλοι είχαν οδηγίες να μας εξιταλίσουν, να μας γυρίσουν στον καθολικισμό. Απαγορευόταν να μιλάμε ελληνικά όχι μόνο στην τάξη αλλά και στο διάλειμμα. Εμείς σαν παιδιά παίζαμε στο προαύλιο και όπως ήταν φυσικό μιλούσαμε τη γλώσσα μας. Όμως όταν μας άκουγε ο δάσκαλος μάς φώναζε και μας επέβαλε τιμωρία.
Θυμάμαι ότι στην τετάρτη δημοτικού είχαμε έναν φανατικό δάσκαλο, ακόμη θυμάμαι το όνομά του, Βίτο Μαστρονάρτι, αξέχαστος! Κρατούσε συνέχεια μια βέργα από λυγαριά και μας χτυπούσε στα πόδια, τότε εμείς, όλα τα παιδάκια, φορούσαμε κοντά παντελόνια και επιστρέφαμε στο σπίτι με τις μελανιές στα πόδια από τα χτυπήματα. Γιατί; Όχι επειδή υστερούσαμε στα μαθήματα ή επειδή κάναμε κάποια αταξία, αλλά λόγω του ότι μιλούσαμε ελληνικά. Αυτός ήταν σαδιστής, μιλάμε για το 1940, φανατισμένος από τις ήττες των Ιταλών στην Αλβανία ξεσπούσε σ΄εμάς. ….».
Και συνεχίζει την αφήγησή του « Στην τελευταία τάξη είχα δασκάλα μια καλόγρια, Ιταλίδα, αυτή ήταν άλλη περίπτωση. Εξαιρετική εκπαιδευτικός και καλός άνθρωπος. Μας πρόσεχε και εμένα ειδικά γιατί ήμουν από τους καλούς μαθητές. Μέσα στην τάξη ήμασταν 5 ελληνόπουλα και 20 Ιταλοί, παιδιά αξιωματικών ή πολιτικών μηχανικών, αρχιτεκτόνων, έτσι ώστε να είναι πιο εύκολη η αφομοίωση μας ».
O Ζαχαρίας Τσιρπανλής (Η Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912 – 1943) γράφει σχετικά με την ανθελληνική αυτή πολιτική των Ιταλών «Ήταν μια μορφή γενοκτονίας, επρόκειτο για εκρίζωση του ελληνικού φρονήματος και βίαιη ένταξη στον ιταλικό πολιτισμό …».
To Νοέμβριο 1943 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Λέρο. Στις αρχές Δεκέμβρη μια επιτροπή αποτελούμενη από τους Μ. Σαμάρκο, Γεωρ.Μπουλαφέντη και Γ. Βαλσαμή υπέβαλαν στη Γερμανική Διοίκηση αίτημα επαναλειτουργίας των Ελληνικών Σχολείων , η απόφαση στα τέλη Δεκέμβρη ήταν θετική. Αι «Ελληνικαί Σχολαί Λέρου » άρχισαν να λειτουργούν την 1 Ιανουαρίου 1944 , τα προβλήματα πάρα πολλά , τα σχολικά κτίρια με πολλές ζημιές , έσοδα από τα κληροδοτήματα δεν ελάμβανε η Εφορεία λόγω της διακοπής της επικοινωνίας με την Αίγυπτο , οι ελλείψεις σε διδακτικό και εποπτικό υλικό αισθητές . Με τις άοκνες προσπάθειες του Μητροπολίτου Αποστόλου και των Προκρίτων λειτουργεί Δημοτικό Σχολείο στην Αγία Μαρίνα , Παράρτημα του Δημοτικού Σχολείου με τις 2 πρώτες τάξεις για τα παιδιά των νοτίων περιοχών στο Λακκί ώστε να αποφευχθεί μία ενδεχόμενη φοίτηση των μικρών παιδιών στο εν λειτουργία Ιταλικό σχολείο του Λακκιού και Διτάξιο Γυμνάσιο. Αξια αναφοράς είναι η μεγαλοψυχία και ο πατριωτισμός των Ελλήνων εκπαιδευτικών οι οποίοι όπως αναφέρεται στο Πρακτικό της Εφορείας της 6ης Σεπ 1944 δέχονται να διδάξουν είτε δωρεάν είτε επί πιστώσει αρκεί να λειτουργήσουν τα Σχολεία.
Το Μάιο του 1945 τα Γερμανικά Στρατεύματα αποχωρούν από τη Λέρο και η Βρετανική Διοίκηση δίνει ιδιαίτερο βάρος στην εκπαίδευση . Η Εφορεία Σχολών συνεχίζει τι σημαντικότατο έργο της προσπαθώντας σιγά σιγά να θεραπεύσει τις πληγές του πολέμου . Στα ήδη υπάρχοντα σχολεία προστίθεται τον Οκτώβριο του1946 το Διτάξιο καταρχήν Δημοτικό Σχολείο Ξηροκάμπου όπου φοιτούν 85 παιδιά της περιοχής και το Νοέμβριο του 1946 ιδρύεται με απόφαση της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης Δωδεκανήσου Νυκτερινό Σχολείο με δύο τμήματα για τη φοίτηση εκείνων των μεγαλυτέρων παιδιών και των ενηλίκων οι οποίοι είτε λόγω του πολέμου , είτε λόγω της άρνησης τους να φοιτήσουν στα Ιταλικά σχολεία , δεν είχαν την ευκαιρία να μορφωθούν.
Πρωτοπόρα απόφαση , ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα , είναι η απόφαση της Εφορείας το 1946 για το διορισμό του ιατρού Κοκκώνη Εμμανουήλ ως σχολικού Ιατρού για τη συνεχή παρακολούθηση και επίβλεψη των μαθητών.
Σταδιακά τα σχολεία αποκτούν πλήρες πρόγραμμα , οι επετειακές εορτές και εκδηλώσεις οργανώνονται κανονικά , οι ελλείψεις καλύπτονται και η παιδεία στη Λέρο δείχνει να ανακάμπτει . Τον Απρίλιο 1947 τα της εκπαιδεύσεως της Δωδεκανήσου αναλαμβάνει η Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση και από την Ενσωμάτωση με τη Μητέρα Ελλάδα το 1948 και κατόπιν , το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αξίζει να αναφερθεί ότι με την Ενσωμάτωση η Λέρος ήταν από τα πρωτοπόρα νησιά σε θέματα εκπαιδεύσεως . Κατά το σχολικό έτος 1948 – 49 στα Δωδεκάνησα λειτουργούσαν μόνο 9 νηπιαγωγεία και μόνο σε τρία νησιά Κώ Κάλυμνο και Λέρο και μόνο 8 Γυμνάσια μεταξύ αυτών και το Γυμνάσιο του νησιού μας.
Για τη συντήρηση των σχολικών κτιρίων , την αμοιβή των εκπαιδευτικών και την προμήθεια του διδακτικού και εποπτικού υλικού οι Εφοροσύμβουλοι και ο λαός έδιδαν τα πάντα . Μη φανταστούμε όμως ότι λόγω της οικονομικής δυσπραγίας λαμβάνονταν αποφάσεις εις βάρος της ποιότητος . Σε Πρακτικό του 1924 διαβάζουμε «… Επειδή η ανάγκη της βελτιώσεως των Ημετέρων σχολών και η επιτέλεσις του υψηλού αυτών προορισμού ουδένα συγχωρεί δικαιολογητικόν λόγον ασκόπου και επιβλαβούς οικονομίας, δια τους ανωτέρους λόγους κλπ….» . Στη συλλογή του τοπικού αρχείου φυλάσσεται επιστολή της Εφορείας του 1903 προς βιβλιοπωλείο της Σμύρνης όπου παραγγέλνονται βιβλία και Γεωγραφικοί χάρτες , ενώ σε Πρακτικό της Εφορείας του 1911 αποφασίζεται η αποστολή διδασκάλου στη Σμύρνη ώστε να διεξάγει επι τόπου έρευνα στα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους για τη συγκέντρωση των απαιτουμένων βιβλίων .
Για την αντιμετώπιση όλων αυτών των δυσανάλογα μεγάλων αναγκών πολλές φορές αποφασίσθηκε η εκποίηση τιμαλφών και αφιερωμάτων από τα προσκυνήματα του νησιού , διατέθηκαν τα έσοδα πανηγύρεων και παρεκκλησίων , τα έσοδα από την ενοικίαση του «Πατριαρχείου» και ο Μητροπολίτης Γερμανός διέθετε την Αρχιερατική αποζημίωση που λάμβανε… όλα αυτά μαζί με τα κληροδοτήματα των Μ. Ευεργετών και τις κατά καιρούς δωρεές των Λερίων , στη διάθεση της παιδείας.
Σε αυτό το μισό αιώνα στον οποίο αναφερθήκαμε , η συνεργασία της Εκκλησίας ,των τοπικών Αρχόντων και του λαού με τη σημαντικότατη βοήθεια των Μεγάλων Ευεργετών του νησιού είχε σαν αποτέλεσμα την πρόοδο και τη συνέχεια στα εκπαιδευτικά πράγματα σύμφωνα με τις αρχές της Ελληνορθοδόξου παραδόσεως μας , παρά τις δύσκολες και αντίξοες συνθήκες τις οποίες ακροθιγώς αναλύσαμε.
Πολύ συχνά στην προσωπική αλλά και στην κοινωνική μας ζωή αναζητούμε παραδείγματα τα οποία θέτουμε ως φάρους οι οποίοι κάθε φορά μας επισημαίνουν τους κινδύνους ώστε να έχουμε πλόες ασινείς. Ο ευσεβής κυβερνήτης Καποδίστριας είχε διακηρύξει «Τα σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής» . Οι προγονοί μας υπήρξαν θιασώτες αυτής της αρχής και μας κληροδότησαν σημαντική κληρονομιά την οποία καλούμαστε να διατηρήσουμε , ει δυνατόν να την αυξήσουμε και να την παραδώσουμε με τη σειρά μας στις επόμενες γενεές.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η Ελληνοχριστιανική Παιδεία βρίσκεται και σήμερα ακόμη μέσα στις αξίες που καλλιεργεί και στους σκοπούς που επιδιώκει το ελληνικό σχολείο, όπως τουλάχιστον είναι διατυπωμένοι στα νομικά κείμενα (Σύνταγμα, εκπαιδευτικούς νόμους, αναλυτικά προγράμματα). Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό οι αξίες και οι σκοποί αυτοί συνειδητοποιούνται και επιδιώκονται από όλους τους συντελεστές της παιδείας (διοικούντες, διδάσκοντες και διδασκόμενους); Και ακόμη σε ποιο επίπεδο πραγματώνονται μέσα από τη διδασκαλία και τη μάθηση και μέσα από την καθημερινή λειτουργία και ζωή του σχολείου;
Τα τελευταία χρόνια οι έχοντες την πολιτειακή εξουσία να αποφασίζουν για τα της παιδείας στη χώρα μας λαμβάνουν συνεχώς αποφάσεις που αντί να προάγουν την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας και να καλλιεργούν τη θρησκευτική και εθνική συνείδηση, όπως ορίζει το Σύνταγμά μας, αντιθέτως στερούν από τους μαθητές όλα εκείνα που μπορούν να τους βοηθήσουν στην κατανόηση του μεγαλείου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μας και των Παραδόσεων του Γένους μας.
Ο Πλάτωνας – Μενέξενος « πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται » . Νομίζω λοιπόν ότι όλοι μας δεν ζητούμε τίποτε περισσότερο από το αυτονόητο! Τα παιδιά μας να διδάσκονται στο σχολείο τους ελληνική παιδεία και χριστιανική αγωγή.
Τελειώνοντας θα ήταν παράλειψή μου εάν , και από του βήματος αυτού , δεν ευχαριστούσα τον Γραμματέα της Ιεράς μας Μητροπόλεως κ. Γεώργ. Χρυσούλη για τη συγγραφή του βιβλίου του «Εφορεία Σχολών και Εκκλησιών Λέρου 1889 – 2012 » το οποίο υπήρξε πλούσια πηγή άντλησης πολύτιμων πληροφοριών”.
«Η προσφορά των Αποδήμων Λερίων Ευεργετών»
Ομιλία του Γεωργίου Χρυσούλη, Γραμματέως της Ιεράς Μητροπόλεως
«Καλησπέρα σας.
Να ευχαριστήσω με την σειρά μου τον προϊστάμενο του Τοπικού Ιστορικού Αρχείου Λέρου κ. Γιώργο Τραμπούλη, για την πρωτοβουλία, την συνεργασία και την σκέψη να διοργανωθεί αυτή η Ημερίδα.
Θεωρώ ότι με αυτή την εκδήλωση αποτίουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους προγόνους μας, κληρικούς, λαϊκούς, εκπαιδευτικούς, μεγάλους ευεργέτες και δωρητές της παιδείας, εάν μάλιστα αναλογιστούμε τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες κλήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι να προστατέψουν και να διατηρήσουν αλώβητη και αναλλοίωτη την ελληνορθόδοξη θρησκεία, την ελληνικότατη γλώσσα, την φλόγα της μάθησης…
Έλαβαν πολλές πρωτοβουλίες και δύσκολες αποφάσεις, εν τέλει όμως η ιστορία τους δικαίωσε… και αυτό περιγράφεται με τον πιο γλαφυρό και ζωντανό τρόπο στα παλαιά βιβλία των Αρχείων της Εφορείας Σχολών Λέρου, τα οποία φυλάσσονται στην Μητρόπολή μας και στο Τοπικό Ιστορικό Αρχείο Λέρου.
Προσωπικά, επειδή μελέτησα λεπτομερώς όλο το Αρχείο της Εφορείας Σχολών, από της ιδρύσεως μέχρι σήμερα, βίωσα αυτήν την αγωνία και τις ευθύνες που βάσταξαν στους ώμους τους αυτοί οι άνθρωποι, προκειμένου να οργανώσουν τα της εκπαιδεύσεως.
Πάλεψαν, και αντιμετώπισαν δύσκολες συνθήκες, προπαντός πείνα, φτώχεια, δυσπραγία, στενάζοντας κάτω από τον ζυγό των κατακτητών.
Δεν ήταν όπως σήμερα, που υφίσταται συγκροτημένο κράτος, που χρηματοδοτεί την ανέγερση σχολείων, και τα εξοπλίζει και τα συντηρεί, που διορίζει και αμείβει τους εκπαιδευτικούς, που εκδίδει δωρεάν τα βιβλία….. όλα αυτά τα επωμίστηκαν οι πρόγονοί μας, όλα αυτά περνούσαν από τα χέρια της Διοικούσας Επιτροπής της Εφορείας Εκπαιδευτικών Καταστημάτων Λέρου, με την τοπική Εκκλησία και τους Μεγάλους Ευεργέτες και Δωρητές να χρηματοδοτούν όλη αυτή την προσπάθεια.
Τι να πρωτοαναφέρεις αλήθεια για τους Ευεργέτες μας. Για την μεγαλοσύνη της ψυχής τους, για την αρχοντιά τους, για την γενναιοδωρία τους, για την αγάπη τους στην Πατρίδα, για την αγάπη τους στην παιδεία!
Χωρίς τους Ευεργέτες, δεν θα είχαμε σχολεία, και το επίπεδο της εκπαίδευσης δεν θα ήταν αυτό που έκανε την Λέρο ζηλευτή στα Δωδεκάνησα.
Η κτιριακή υποδομή ήταν πλούσια για την εποχή, με μεγαλόπρεπα και άνετα εκπαιδευτήρια.
Όσο αφορά τους διδασκάλους επιλέγονταν οι καλύτεροι, απόφοιτοι φημισμένων εκπαιδευτηρίων της Πατρίδος μας.
Αυτά είναι απόρροια αφ’ ενός μεν της ύπαρξης της «Εφορείας Σχολών», η οποία καθοδηγούσε και οργάνωνε τα της παιδείας πράγματα, αφ’ ετέρου στην ύπαρξη των Ευεργετών μας.
Αλλά ας τα πάρουμε με την σειρά…
Στο διαχρονικό βιβλίο του αείμνηστου ιατρού Διονυσίου Οικονομόπουλου «Λεριακά, ήτοι χωρογραφία της νήσου Λέρου, 1888», στο κεφάλαιο «Εκπαιδευτικά», αναφέρονται αρκετοί δωρητές της παιδείας, όπως ο Λέριος Αρχιερέας Μητροφάνης, ο Εμμανουήλ Ιωαννίδης, ο Νεόφυτος Πιζάνης, ο Τσιγαδάς, Καρανικόλας, Χαραμής, και αρκετοί άλλοι, ωστόσο η μη ύπαρξη κατάλληλου φορέα οργάνωσης της παιδείας, δεν απέφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αργότερα, στα τέλη του 19ου αιώνα, με την ίδρυση, από την τοπική Εκκλησία, της «Εφορείας εκπαιδευτικών Καταστημάτων Λέρου», φαίνεται ότι υπήρξαν άμεσα και ορατά αποτελέσματα, έτσι ώστε η παιδεία στη Λέρο να γνωρίσει πρωτοφανή άνθιση, μιας και πλέον υπάρχει οργανωμένη διαχείριση των κληροδοτημάτων, τα οποία εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο.
Από το 1882, που εμφανίζεται το πρώτο μεγάλο κληροδότημα, μέχρι την Ενσωμάτωση, είχαμε αρκετούς δωρητές και έξι μεγάλους ευεργέτες με μεγάλα και πλούσια κληροδοτήματα, μερικά εκ των οποίων υφίστανται ακόμη μέχρι και σήμερα.
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΛΕΡΙΩΝ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
Η πρώτη μεγάλη δωρεά, εμφανίζεται το 1882, από την Αδελφότητα Λερίων Αιγύπτου με έδρα το Κάϊρο, η οποία θα ιδρύσει την «Αστική Σχολή», και θα κτισθεί ένα μεγαλόπρεπο κτίριο, αυτό που σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το κτίριο αυτό λειτουργούσε ως Αρρεναγωγείο, στα δε πρακτικά αναφέρεται ως «Αστική των Αρρένων Σχολή».
Μία μικρή παρένθεση:
Το κτίριο αυτό παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού το 1987, με απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής της Εφορείας Σχολών, για να γίνει Αρχαιολογικό Μουσείο, τα δε εγκαίνια έγιναν την 1η Αυγούστου 1998.
Εκτός απ’ αυτή την δωρεά, η Αδελφότητα Λερίων Αιγύπτου, χρηματοδοτούσε κάθε χρόνο την Εφορεία Σχολών, με το ποσό των 200 χρυσών εικοσαφράγκων! Σεβαστό ποσό για την εποχή.
Η Αδελφότητα Λερίων Αιγύπτου, αν και προσέφερε πάρα πολλά στην Λέρο, θα ολοκληρώσει την διαδρομή της το 1957, μετά τον θάνατο του τελευταίου προέδρου της, του Παρίση Μπελλένη, αλλά και τον επαναπατρισμό πολλών μελών της.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού Λειτουργίας της, η περιουσία περιέρχεται στην Εφορεία Σχολών και στα Φιλανθρωπικά Ιδρύματα της Λέρου.
Πως θα γίνει όμως αυτό, αφού όλη η περιουσία βρίσκεται στην Αίγυπτο, και οι διαδικασίες είναι ιδιαίτερα γραφειοκρατικές, χρονοβόρες και πολύπλοκες;
Αυτό το δύσκολο έργο, προς τιμήν του, θα αναλάβει να το φέρει εις πέρας ο λεριός Κων/νος Τριπαίδης, ο οποίος θα καταφέρει μετά από αγώνες πέντε ετών και πολλά ταξίδια μεταξύ Λέρου, Αιγύπτου και Αθηνών, το 1979, να περιέλθει τελικά η περιουσία στην Εφορεία Σχολών Λέρου, περιουσία που ανερχόταν τότε στα 5 εκατομμύρια δραχμές, μετρητά και τραπεζικές μετοχές.
Στα επόμενα χρόνια, το μέγεθος της περιουσίας αυτής σχεδόν εικοσαπλασιάστηκε και αυτό οφείλεται στην μεγάλη άνοδο των τραπεζικών μετοχών του χρηματιστηρίου, φτάνοντας το 1998 στο ποσό των 90 εκατομμυρίων δραχμών, περίπου.
Σήμερα το κεφάλαιο της Αδελφότητας Λερίων Αιγύπτου, αποτελεί την σημαντικότερη πηγή εσόδων, οι τόκοι του οποίου βοηθούν Λεριούς σπουδαστές.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Παράλληλα με την Αδελφότητα Λερίων Αιγύπτου, άλλος ένας Μεγάλος Ευεργέτης θα έλθει αρωγός της παιδείας, ο Βασίλειος Νικολαΐδης, ο οποίος το 1890 θα ανεγείρει το «Νικολαΐδειο Παρθεναγωγείο», ένα μοναδικό νεοκλασικό αριστούργημα στην Αγία Μαρίνα.
Εκτός από το κτίριο αυτό, με διαθήκη του, το 1892, άφησε τεράστια κτηματική περιουσία στην Αίγυπτο, η οποία αποτελείτο από 4.500 στρέμματα, με σκοπό τα ενοίκια αυτών των κτημάτων, να αποστέλλονται κάθε χρόνο στη Λέρο, προς ενίσχυση της παιδείας.
Όμως το κληροδότημα αυτό είχε ατυχές τέλος, μετά την δημοσιοποίηση της διαθήκης, ακολούθησαν πολλά χρόνια δικαστικών αγώνων, διότι οι διάφοροι και πολυπληθείς κληρονόμοι, αξιώθηκαν επί της διαθήκης, με αποτέλεσμα να απολεσθεί η μισή περιουσία.
Έτσι, από τα 4.500 στρέμματα απέμειναν 2.000, τα οποία απέφεραν ετήσια έσοδα ύψους 5.000 λιρών Αγγλίας, σεβαστό ποσό για την εποχή.
Δυστυχώς όμως τα χρήματα αυτά ποτέ δεν έφταναν στη Λέρο, διότι ξοδεύονταν στους δικαστικούς αγώνες, όπως αποδεικνύεται από την υπέρογκη αλληλογραφία που υπάρχει στο αρχείο της Εφορείας Σχολών.
Το πέρασμα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, απέφερε καθοριστικό πλήγμα, σ’ αυτό το μεγάλο και ισχυρό κληροδότημα, με αποτέλεσμα να απολεσθούν ακόμη 2/3 της κτηματικής περιουσίας.
Το Αιγυπτιακό κράτος, αμέσως μετά τον πόλεμο, δέσμευσε 1.500 στρέμματα γης, για δημόσια και αρδευτικά έργα, με αποτέλεσμα να απομείνουν τελικά μόνο 490 στρέμματα, τα οποία και αυτά για να τα διασώσει η Εφορεία Σχολών πάλεψε 44 χρόνια στα δικαστήρια της Αιγύπτου.
Τελικά το 1994, το Αιγυπτιακό κράτος αποζημίωσε την Εφορεία Σχολών με το ποσό των 9 ½ εκατομμυρίων δραχμών, περίπου.
Απ’ αυτά τα χρήματα, το 1 εκατομμύριο διατέθηκε στο Νικολαΐδειο Παρθεναγωγείο, για την αντικατάσταση όλων των κουφωμάτων του σχολείου, ενώ το υπόλοιπο ποσό υφίσταται, με τους τόκους να διατίθενται σε Λεριούς σπουδαστές.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΚΑΣ
Την ίδια εποχή με τον Βασίλη Νικολαΐδη, άλλος ένας Μεγάλος Ευεργέτης, ο Παναγιώτης Τράκας, θα είναι εκείνος που θα ανεγείρει ένα ακόμη σχολείο, είναι το σημερινό νηπιαγωγείο στην Αγία Μαρίνα, το κτίριο που βρίσκεται πίσω από το Νικολαΐδειο.
Εκτός από το σχολείο, με διαθήκη του το 1897, χρηματοδοτεί τα σχολεία της Λέρου με το ποσό των 40 χρυσών εικοσαφράγκων, και το Κοινοτικό Φαρμακείο της Λέρου, με το ποσό των 20 χρυσών εικοσαφράγκων.
Όμως και αυτό το κληροδότημα δεν θα έχει καλή τύχη. Η Ιταλική Κατοχή θα γίνει η αιτία να χαθεί αυτό το τόσο χρήσιμο, για την παιδεία της Λέρου, κληροδότημα, όπως ακριβώς με τον ίδιο τρόπο θα χαθεί και το κληροδότημα του Μεγάλου Ευεργέτη Νικήτα Ρούσσου, που θα αναφέρω αμέσως παρακάτω.
ΝΙΚΗΤΑΣ ΡΟΥΣΣΟΣ
Ο Νικήτας Ρούσσος το 1923, βλέποντας την μεγάλη ανάγκη για οικονομική βοήθεια των σχολείων της Λέρου, και αυτό συνέβη διότι υπήρχε οικονομικός αποκλεισμός λόγω της κατοχής, η Ιταλική Διοίκηση απέκοψε τα νησιά της Δωδεκανήσου με τον έξω κόσμο, με μεγάλη δυσκολία και πολύ αργοπορημένα έρχονταν τα εμβάσματα από την Αίγυπτο, κατέθεσε 5.000 λίρες Αγγλίας στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, για να ενισχύεται από τους τόκους, η παιδεία «της αγαπημένης του πατρίδας Λέρου».
Παράλληλα είχε εκφράσει την επιθυμία, με αυτά τα χρήματα, να κτιζόταν επαγγελματική σχολή στη Λέρο.
Αμέσως μετά την μεγάλη αυτή δωρεά, η Εφορεία Σχολών και ο Δήμος της Λέρου, θα εκδώσουν από κοινού Ψήφισμα, με το οποίο θα ανακηρύξουν τον Νικήτα Ρούσσο Μεγάλο Ευεργέτη, και προς τιμήν του η πλατεία Πλατάνου θα ονομαστεί «πλατεία Νικήτα Ρούσσου».
Χάρη στην μεγάλη δωρεά του Νικήτα Ρούσου, η παιδεία στη Λέρο θα γνωρίσει μεγάλη άνθηση, από το 1923 έως το 1930 υπήρξε ταχεία εξέλιξη και αναβάθμιση των σχολείων της Λέρου.
Όπως προανέφερα, τα δύο κληροδοτήματα του Παναγιώτη Τράκα και του Νικήτα Ρούσου, θα απολεσθούν τον Σεπτέμβριο του 1940.
Την περιουσία, σε μετοχές και μετρητά, των δύο αυτών κληροδοτημάτων, αξιώθηκε η Ιταλική εχθρική κατοχή, δι’ αλλεπαλλήλων διαβημάτων του εκπροσώπου της Ιταλικής αντιπροσωπείας ονόματι Φόρτε.
Η Ελληνική κυβέρνηση, τότε, δια του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνεργασία με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των κατακτητών οι περιουσίες των μεγάλων μας ευεργετών, αποφάσισαν να τις διαθέσουν σε τέσσερις ελληνικές σχολές… ………..
Έτσι χάθηκαν δύο μεγάλα και πολύτιμα κληροδοτήματα για την παιδεία της Λέρου…
ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Το 1906 άλλος ένας Μεγάλος Ευεργέτης θα έλθει αρωγός της παιδείας της Λέρου, ο Θεολόγος Μαρκόπουλος, ο οποίος θα καταθέσει το ποσό των 3.000 Αγγλικών λιρών στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην Αίγυπτο, υπέρ της Εφορείας Σχολών Λέρου.
Οι ετήσιοι τόκοι από την κατάθεση του Μεγάλου Ευεργέτη ανερχόταν τότε στα 225 χρυσά εικοσάφραγκα.
Το κληροδότημα αυτό έμελλε να σώσει στην κυριολεξία την παιδεία της Λέρου, όταν το 1924 η Εφορεία Σχολών είχε έλθει προ οικονομικού αδιεξόδου, λόγω υπερδανεισμού, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της.
Μάλιστα, όπως αναφέρουν τα πρακτικά της εποχής, είχαν μείνει απλήρωτοι οι δάσκαλοι για αρκετούς μήνες, λόγω αυτής της δυσπραγίας.
Η Διοικούσα Επιτροπή της Εφορείας Σχολών, αποφάσισε τότε να αποσύρει το ποσό των 800 αγγλικών λιρών από το κληροδότημα του Θεολόγου Μαρκόπουλου, και με αυτά τα χρήματα εξόφλησε πλήρως τα χρέη της.
Μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, η Εφορεία Σχολών, θα αποδοθεί σε έναν τεράστιο αγώνα δρόμου, για την διάσωση αυτού του κληροδοτήματος.
Μετά από 20 χρόνια αγώνων και διαβουλεύσεων με το Αιγυπτιακό κράτος, λόγω του ειδικού νόμου που ίσχυε περί απαγόρευσης εξόδου συναλλάγματος, και με την συμβολή των Υπουργείων Εξωτερικών, Οικονομικών και στελεχών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στην Αίγυπτο, κατόρθωσε τελικά το 1957, να αποδεσμεύσει το ποσό των 2.000 λιρών, και με τα χρήματα αυτά κτίστηκε το Δημοτικό Σχολείο Ξηροκάμπου, με ευθύνη της Εφορείας Σχολών, και εξοπλίστηκαν με θρανία, καρέκλες, έδρες και πίνακες το Γυμνάσιο και τα νηπιαγωγεία της Λέρου.
Το σχολείο παραδόθηκε σε λειτουργία το 1961.
Προς τιμήν του Μεγάλου Ευεργέτου, γι’ αυτή την μεγάλη δωρεά, η Σχολική Εφορεία, θα ονομάσει το εκπαιδευτήριο «Μαρκοπούλειο» Δημοτικό Σχολείο Ξηροκάμπου.
Μάλιστα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, σε μία σεμνή τελετή, ο σύλλογος διδασκόντων και ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων του Δημοτικού Σχολείου Ξηροκάμπου, τοποθέτησε μαρμάρινη πλάκα και την φωτογραφία του Μεγάλου Ευεργέτου στο σχολείο.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΛΑΧΙΑΣ
Το 1912 άλλος ένας Μεγάλος Ευεργέτης θα χαρίσει ένα ακόμη εκπαιδευτήριο στη Λέρο.
Ο Θεόδωρος Μαλαχίας, που ζει και δραστηριοποιείται στην Αίγυπτο, με Δωρητήριο έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε στο Ελληνικό Προξενείο στο Κάϊρο της Αιγύπτου, θα παραχωρήσει στη γενέτειρά του το «Μαλαχίειο Νηπιαγωγείο».
Αμέσως, η Εφορεία Σχολών Λέρου, θα εκδώσει Πρακτικό Αποδοχής της Δωρεάς και Ψήφισμα, με το οποίο θα εκφράσει την άπειρη ευγνωμοσύνη της, και θα ονομάσει τον Θεόδωρο Μαλαχία «Μεγάλο Ευεργέτη της Πατρίδος».
Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΩΡΕΑ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΣΧΟΛΩΝ ΛΕΡΟΥ
Όμως και τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής της Εφορείας Σχολών, γίνονταν συχνά δωρητές. Μία από τις άγνωστες δωρεές, καταγράφεται τον Αύγουστο του 1944, λίγο πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τα μέλη της Εφορείας θα χρηματοδοτήσουν την ανέγερση του πρώτου Ελληνικού Σχολείου στο Αγαθονήσι, καταβάλλοντας το ποσό των 4.000 Ιταλικών Λιρών, στέλνοντας παράλληλα και αρκετά οικοδομικά υλικά.
Πρόκειται για τους Εφόρους Γεώργιο Μπουλαφέντη, Γεώργιο Παλατιανό, Γεώργιο Βαλσαμή και Ιωάννη Ουρανάκη, οι οποίοι κατέβαλαν από 1.000 ιταλικές λίρες ο καθένας.
Εάν διαβάσετε το σχετικό πρακτικό, θα διαπιστώσετε με πόση συγκίνηση και εθνική υπερηφάνεια έλαβαν την απόφαση να βοηθήσουν, πάση θυσία, όπως καταγράφεται στο πρακτικό, την ανέγερση του πρώτου Ελληνικού Σχολείου στο Αγαθονήσι.
Αυτοί ήταν οι Μεγάλοι Ευεργέτες και δωρητές, οι οποίοι βοήθησαν την παιδεία της Λέρου, και όχι μόνο, μέχρι την Ενσωμάτωση.
Όμως και μετά την Ενσωμάτωση συνεχίστηκαν οι μεγάλες δωρεές και εξακολούθησαν να υπάρχουν μεγάλοι ευεργέτες, οι οποίοι πρόσφεραν ζηλευτά εκπαιδευτήρια και περιουσίες, για την σπουδάζουσα νεολαία της Λέρου, όπως θα δούμε παρακάτω:
Το 1956 ο Παρίσης Μπελλένης θα ανεγείρει το «Μπελλένειο Γυμνάσιο». Η Εφορεία Σχολών σ’ αυτό το έργο συνεισέφερε στην ανεύρεση του οικοπέδου, όπως μαρτυρά η αλληλογραφία που υπάρχει μεταξύ του Παρίση Μπελλένη και της Εφορείας Σχολών.
Το 1961 ο Ιάκωβος Βαρκάδος κληροδότησε υπέρ της Εφορείας Σχολών, με διαθήκη του, 5.000 χάρτινες λίρες, με σκοπό την ανέγερση Εμπορικής Επαγγελματικής Σχολής στη Λέρο.
Επειδή το ποσό δεν επαρκούσε γι’ αυτό τον σκοπό, η Εφορεία Σχολών προέβη σε αλλαγή της διαθήκης με δικαστική απόφαση, κι έτσι από τους τόκους του κεφαλαίου αυτού βοηθούνται Λεριοί σπουδαστές, που ακολουθούν οικονομικές επιστήμες.
Το 1967 ο Εμμανουήλ Τσιγαδάς κληροδότησε υπέρ της Εφορείας Σχολών, με διαθήκη του, ένα ακίνητο στον Πλάτανο και ένα αγρόκτημα στην περιοχή «Φαρακλού», με σκοπό τα έσοδα από τα ακίνητα να διατίθενται στην σπουδάζουσα νεολαία της Λέρου.
Το ακίνητο δόθηκε με αντιπαροχή και ανηγέρθη εκ βάθρων, το 1999, από τους κ. κ. Εμμανουήλ Μαθιουδάκη και Γεώργιο Πιτταροκοίλη, τα δε ενοίκια των ακινήτων διατίθενται σε Λεριούς σπουδαστές….. όχι ακριβώς όλα, τα μισά μας τα παίρνει ο ΕΝΦΙΑ…
Το 1978 θα ανεγερθεί το «Μπουλαφέντειο» Λύκειο, με πρωτοβουλία και δαπάνες του αείμνηστου καρδιοχειρουργού Δημητρίου Μπουλαφέντη, και πολλών Λερίων ντόπιων και ομογενών.
Τέλος, ο πιο σύγχρονος δωρητής της παιδείας της Λέρου, είναι ο αείμνηστος δικηγόρος και πρώην Δήμαρχος Λέρου Νικήτας Ρεπαπής, ο οποίος από την σύνταξή του, που ελάμβανε ως Δήμαρχος, την διέθετε για να σπουδάσουν Λεριωτόπουλα που είχαν πραγματική ανάγκη.
Από το 1987 έως το 1994, διέθεσε συνολικά το ποσό των 2.500.000 δραχμών, βοηθώντας 14 Λεριούς σπουδαστές.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες αμέτρητες για τους Μεγάλους Ευεργέτες και Δωρητές της παιδείας της Λέρου, διότι η προσφορά τους αποδείχτηκε ανεκτίμητη και ιδιαίτερα πολύτιμη.
Τότε ακριβώς που υπήρχε απόλυτη ανάγκη, στήριξαν την παιδεία, υπηρέτησαν το μεγάλο αγαθό της εκπαίδευσης, διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για να λειτουργούν τότε τα σχολεία, να απονέμονται σήμερα, μετά από 130 χρόνια, οι έπαινοι και τα χρηματικά βοηθήματα στους σπουδαστές μας, αλλά και να χαιρόμαστε τα έργα τους, τα περίοπτα και αξιοζήλευτα εκπαιδευτήρια του νησιού μας.
Βέβαια, για να χαιρόμαστε σήμερα τους γλυκύς καρπούς των Κληροδοτημάτων των Μεγάλων Ευεργετών της Παιδείας, αξίζει να αναφέρω ότι αγωνίσθηκαν επί δεκαετίες πολλοί επιφανείς συμπατριώτες μας στην Αίγυπτο, προκειμένου να προστατέψουν και να διασώσουν τις περιουσίες των Μεγάλων Ευεργετών που ακούσαμε προ ολίγου.
Πρωτοστάτης σ’ αυτούς τους αγώνες υπήρξε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σωφρόνιος, ο οποίος υποστήριζε με μεγάλη θέρμη τους Λεριούς της Αιγύπτου, υπήρξε δέ προστάτης της περιουσίας του Μεγάλου Ευεργέτη Βασιλείου Νικολαΐδη. Ο ίδιος ο Πατριάρχης εισέπραττε τα ενοίκια των κτημάτων και με δική του ευθύνη τα έστελνε στη Λέρο.
Επίσης ο Νικόλαος Τσιγαδάς Βέης, ο Γεώργιος Ρούσσος, ο Εμμανουήλ Βαλσαμής, ο Παρίσης Μπελλένης, ο Γεώργιος Σκόρδος, ο Γεώργιος Γερασίμου, ο Κώστας Τριπαίδης, και πάρα πολλοί άλλοι επιφανείς δικηγόροι και προσωπικότητες, οι οποίοι χωρίς τη δική τους συμβολή και συνεργασία, δεν θα ήταν δυνατή η διαχείριση αυτών των περιουσιών από την Λέρο.
Αξίζει να αναφέρω ότι από το προϊόν των κληροδοτημάτων των μεγάλων Λερίων Ευεργετών, από το 1980 μέχρι σήμερα, έχουν διατεθεί σχεδόν 300 υποτροφίες σε Λερίους σπουδαστές, συνολικού ύψους 120.000 ευρώ.
Οφείλουμε λοιπόν να αναγνωρίσουμε την καθοριστική συμβολή των Μεγάλων Ευεργετών και Δωρητών της παιδείας, θεωρώ ότι αποτέλεσαν έναν από τους τρεις βασικούς πυλώνες της εκπαίδευσης στη Λέρο, που με θυσιαστική προσφορά, μαζί με την τοπική Εκκλησία, η οποία ίδρυσε την Εφορεία Σχολών και τους δημοδιδασκάλους, διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού και διέσωσαν την ελληνορθόδοξη παιδεία στο μαρτυρικό νησί της Λέρου.
Ας είναι αιωνία η μνήμη όλων αυτών των ανθρώπων.
Ευχαριστώ”.