Της Ντίνας Δασκαλοπούλου – Εφημερίδα των Συντακτών
«Και, πρόσεχε, είναι μεσοαστοί». Ολοι επιμένουν στον ταξικό προσδιορισμό όταν μιλάνε για τους πρόσφυγες από τη Συρία που εδώ και μέρες έχουν κατασκηνώσει και κάνουν απεργία πείνας στην πλατεία Συντάγματος.
Πλησιάζοντας τους εκατοντάδες ανθρώπους που στέκονται όρθιοι κρατώντας μουσαμάδες κάτω από το παγωμένο χιονόνερο της Αθήνας προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει τους φίλους μου να εφιστούν την προσοχή σ’ αυτό το σημείο.
Μερικές ώρες αργότερα και χιλιάδες λέξεις μετά κατάλαβα. Αυτοί οι άνθρωποι μας μοιάζουν: είσαι εσύ, αυτός, εμείς ξεσπιτωμένοι. Και, τώρα πια, αυτός ο φόβος του ξεριζωμού δεν είναι καθόλου ξένος για κανέναν μας.
Εξω από την ολόφωτη «Μεγάλη Βρετάννια» έρχονται Χριστούγεννα και μυρίζει χλιδή. Ο πορτιέρης με την πράσινη λιβρέα δεν επιτρέπει σε κανένα ταπεινό χιλιαράκι να παρκάρει. «Οι θέσεις προορίζονται μόνο για τους πελάτες. Δεν νομίζω να είστε πελάτισσα…».
Σε τούτη την πλευρά του πεζοδρομίου η Αθήνα καμώνεται την Ευρωπαία: κόσμος μπαίνει και βγαίνει χαμογελαστός, λιμουζίνες και μεγάλα τζιπ, υποκλίσεις και χαμόγελα. Στην άλλη όχθη του δρόμου η Αθήνα αποκαλύπτεται: δεν έχει στέγη, ούτε τροφή, ούτε λιγάκι τσίπα για τους εκατοντάδες πρόσφυγες που ξέφυγαν από τις βόμβες, διέσχισαν χιλιάδες χιλιόμετρα για να βρεθούν ανέστιοι και πλάνητες στην πλατεία του Συντάγματος.
Ξένοι σε ξένο τόπο, μανάδες με μωρά, νεαροί άντρες και παππούδες που γυρεύουν την έξοδο κινδύνου από την Ελλάδα για να συνεχίσουν το μακρύ τους ταξίδι.
Η Ράνια ήταν κομμώτρια κι ο άντρας της είχε νταλίκα. Τώρα στα 32 της με τα 4 παιδιά της ξημεροβραδιάζεται. «Μεγάλωσα στο Χαλέπι κι όταν παντρεύτηκα πήγαμε στη Δαμασκό. Ηταν τόσο ωραία! Είχαμε το σπίτι μας, ταξιδεύαμε με την νταλίκα, πηγαίναμε για κάμπινγκ, είχαμε φίλους κι όλο κάναμε γιορτές. Τι απέμεινε μέσα από τη Συρία; Τις μέρες όταν ήμουν κοπέλα στο Χαλέπι κι όταν πρωτοπήγα νιόπαντρη στην πρωτεύουσα… Και τα βράδια του καλοκαιριού, ψηλά από τον λόφο, να βλέπω ολόφωτη τη Δαμασκό…».
«Ημουν νοικοκυρά στο σπίτι μου. Τίποτα δεν μας έλειπε», λέει η Μάισα. Ζούσε στη Ράκα της βορειοανατολικής Συρίας, που οι τζιχαντιστές έχουν ανακηρύξει de facto πρωτεύουσα. Μόλις πριν από λίγες μέρες η πόλη βομβαρδίστηκε ξανά από τη συριακή κυβέρνηση. Μάνα τριών παιδιών στα 28 της, βρίσκεται ένα χρόνο στην Ελλάδα και προσπάθησε πέντε φορές να φύγει με νόμιμα χαρτιά. «Ενας Σύρος απατεώνας μας έφαγε 15.000 ευρώ τάχα ότι θα μας βγάλει τα χαρτιά. Στη Ράκα έφταναν οι τζιχαντιστές, μας έλεγε η κυβέρνηση, και θα τους βομβάρδιζαν. Ακούγαμε τι κάνουν οι τζιχαντιστές, ακούγαμε ότι βιάζουν τις γυναίκες και σκοτώνουν. Τα πουλήσαμε όλα και το σπίτι και το σούπερ μάρκετ του άντρα μου. Τώρα μένουμε στον Κορυδαλλό και μας βοηθάει όλη η γειτονιά. Αλλά πρέπει να φύγουμε από εδώ. Η Ελλάδα πια δεν έχει να θρέψει ούτε τους Ελληνες. Δεν έχει τίποτα για εμάς».
«Αυτός είναι ο γιος μου». Ο Μπάσεντ μού δείχνει στο κινητό του τη φωτογραφία ενός νεογέννητου. Ο Μοχάμεντ χάθηκε στους βομβαρδισμούς. Ηταν μόλις επτά μηνών. Στην άλλη φωτογραφία η 4χρονη αδερφή του, η Ισλάμ, ποζάρει γελαστή. «Είναι ό,τι μου απέμεινε αυτό το κορίτσι. Γι’ αυτήν αποφάσισα να φύγω, να πάω στην Ευρώπη και να ενώσω την οικογένειά μου μετά. Με την αδερφή μου προσπαθήσαμε από την Ελλάδα να περάσουμε στα Σκόπια. Εκείνη τη συνέλαβε η αστυνομία. Τώρα είμαι μόνος στην Αθήνα. Θέλω να φύγω. Πρέπει να βγάλω την αδερφή μου από τη φυλακή και να σώσω τη γυναίκα και την κόρη μου».
«Το μόνο που μας έμεινε είναι αυτή η πλατεία. Τι άλλο να κάνουμε πια;» λέει ο 57χρονος Χαλίλ, ο πιο ηλικιωμένος από τους πρόσφυγες. «Εχω γυναίκα, παιδιά κι εγγόνια. Σκορπίσαμε. Αλλοι έχουν εγκλωβιστεί στη Συρία, άλλοι στον Λίβανο κι εγώ είμαι εδώ με τον 25χρονο γιο μου. Μας φιλοξενούσε τρεις μήνες ένας παλιός μου φίλος, Ελληνας. Αλλά έφυγε κι αυτός μετανάστης στη Δανία. Τα λεφτά μας τέλειωσαν, πουλήσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε… Δεν φανταζόμουν ποτέ, ποτέ, ότι θα κοιμάμαι στον δρόμο. Είχα ζήσει κι άλλο πόλεμο όταν ήμουν παιδί, αλλά τώρα είναι άλλο πράγμα. Είναι ό,τι πιο άγριο».
«Αποφάσισα να φύγω τη μέρα που η αδερφή μου με φώναξε έντρομη να βγω στον δρόμο. Ηταν γεμάτο πτώματα και τα σκυλιά τα έτρωγαν. Σκέψου, ένα σκυλί έτρωγε τα μάτια ενός ανθρώπου δίπλα μου», λέει ο 26χρονος Φάιζ. «Εχουν περάσει τρία χρόνια και προσπαθώ να βρω τρόπο να φτάσω στη Σουηδία. Προσπάθησα μέχρι και μέσω Ταϊλάνδης και Καμπότζης. Η μητέρα μου πούλησε και τα δυο μας σπίτια για να καταφέρω να μπω στην Ευρώπη και να την καλέσω μετά μαζί με την αδερφή μου. Τώρα έχω απομείνει με 50 ευρώ. Αυτό είναι ό,τι απέμεινε από την πατρική μου περιουσία. Δεν ξέρω τι θα κάνω μετά. Είμαι τόσο κουρασμένος. Στην ψυχή μου βαθιά κουρασμένος. Χτες καθόμουν μ’ ένα φίλο μου στην πλατεία Βικτωρίας. Ηρθαν αστυνομικοί, μας έψαχναν, μας έσπρωχναν, μας έδιωχναν μπροστά σε όλο τον κόσμο. Ντρέπομαι που με κάνεις σκουπίδι. Πώς μου φέρεσαι έτσι; Ανθρωπος είμαι».
Οι γυναίκες σφίγγουν το χέρι μου αμέσως και δίνουν με χαρά τα μωρά στην αγκαλιά μου. Ημερών, μηνών, λίγων χρόνων –όμορφα, τρυφερά παρ’ όλα αυτά, χαρούμενα με τον τρόπο που μόνο τα παιδάκια μπορούν σε όλες τις συνθήκες. Η Νέζουα είναι 25 χρόνων και κρατάει στην αγκαλιά της την μόλις 5 μηνών Ντέλα. Σε λίγους μήνες, ελπίζει, θα γεννήσει το επόμενο μωρό της στην Ολλανδία. Μόνη, χωρίς τον άντρα της που αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Δαμασκό. «Κάθε μέρα οι άνθρωποι έφευγαν από τη Συρία – όπου μπορούσε ο καθένας, μόνο να σωθούν… Εχασα τρία αδέρφια μέχρι τώρα και φοβόμουν πως θα χάσω και το παιδί μου. Μάζεψα όλες μου τις οικονομίες για το ταξίδι. Τέσσερις χιλιάδες ευρώ, σαν να λέμε 20.000 ευρώ για εσάς. Δεν φανταζόμουν ότι θα είναι τόσο δύσκολο να περάσω στην Ευρώπη. Δεν θέλω να γυρίσω στη Συρία. Δεν την αγαπώ πια. Κι ούτε εκείνη μας αγαπάει».
Η Χάνσα άφησε τον άντρα και τα τέσσερα παιδιά στη Λατάκια. Δούλεψε για λίγο στην Τουρκία και μετά πέρασε στην Ελλάδα με τελικό στόχο τη Γερμανία ή τη Σουηδία. Τέσσερις φορές προσπάθησε να περάσει από τα Σκόπια. Δείχνει φωτογραφίες από το πέρασμα στα βουνά και διηγείται ιστορίες με ληστές που άρπαξαν και τις τελευταίες οικονομίες της. Η Χάνσα είναι κάτι σαν αρχηγός για όλες τις γυναίκες της πλατείας Συντάγματος: τις οργανώνει, τις φροντίζει και ξέρει τους πάντες με το μικρό τους όνομα. «Να σου δείξω τη ζωή μου», λέει κι ανοίγει το κινητό της: παιδιά, ένα σπίτι, ταξίδια, φίλοι. Κι ένα μικρό βίντεο: η Χάνσα έπαιζε κουκλοθέατρο σε νηπιαγωγείο. «Αγαπάω όλα τα παιδιά. Εχω να δω τα δικά μου παιδιά εννιά μήνες». Ολόκληρη η ζωή της Χάνσα -οι ζωές όλων ανθρώπων που βρίσκονται στην πλατεία Συντάγματος- είναι πια πίξελ σ’ ένα κινητό.
Ο Εμπxαλίντ κλαίει. Δεν είναι είδηση αυτό. «Οι άνθρωποι εδώ κλαίνε, κλαίνε, κλαίνε.Πόσα πολλά δάκρυα για την πατρίδα τους που δεν υπάρχει, για το σπίτι τους, για τα παιδιά τους. Ολη η ζωή δάκρυα», λέει ο Χαλάθ που κάνει χρέη διερμηνέα, αν και ο 43χρονος Εμπχάλιντ με τα άψογα αγγλικά του και τους λεπτούς του τρόπους δεν χρειάζεται καμία βοήθεια. Είμαστε συνάδελφοι, αφού δούλευε σαν γραφίστας σε περιοδικά.
«Θα σου απαντήσω όλες τις ερωτήσεις με τον όρο ότι θα απαντήσεις μία κι εσύ», ξεκινάει να αφηγηθεί τη δική του ιστορία. «Αντικρίσαμε τον θάνατο δυο φορές: μια όταν έπεφταν βόμβες κι άλλη μια όταν διασχίσαμε το Αιγαίο. Και γλιτώσαμε για να κολλήσουμε στην Αθήνα. Τα χάσαμε όλα πια, τα σπίτια μας, τις οικογένειές μας, τη χώρα μας. Το μόνο που ζητάμε είναι να μας αφήσετε να φύγουμε μήπως και καταφέρουμε να φτιάξουμε μια καινούργια ζωή κάπου αλλού. Και τώρα η ερώτησή μου: Η Ελλάδα έχει υπογράψει συνθήκες που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πώς γίνεται να σέβεται τα δικαιώματα, όταν δεν σέβεται τους ίδιους τους ανθρώπους;»
Ο Αχμεντ ήταν στρατιώτης στον στρατό του Ασαντ. «Λιποτάκτησα, δεν ήθελα να έχω την ευθύνη να σκοτώνω ανθρώπους», λέει με τα άψογα αγγλικά του.
«Το έσκασα πριν από ένα χρόνο. Τώρα όλα τα μέλη της οικογένειάς μου καταζητούνται κι έχουν καταφύγει σε άλλες χώρες. Δεν έχω διαβατήριο ούτε ταυτότητα –μόνο τη στρατιωτική. Το μόνο που ζητώ από την Ελλάδα είναι να με προστατεύσει και να μου δώσει δίοδο για να φύγω. Η χώρα σας είναι σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση οικονομικά και δεν θέλω να την επιβαρύνω. Βοηθήστε μας να φύγουμε».
{widget:social-share-button}