Τα εμβόλια προσφέρουν έναν φυσικό τρόπο προστασίας από πιθανή λοίμωξη από παθογόνα, εκμεταλλευόμενα τους μηχανισμούς της επίκτητης ανοσίας.
Κανένα, όμως, εμβόλιο δεν μπορεί να προσφέρει 100% προστασία σε όλους τους ανθρώπους, όπως αναφέρουν οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ).
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Οι καθηγητές σημειώνουν ότι αφενός δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να χτίσουν ανοσολογική απάντηση με την ίδια αποτελεσματικότητα αφετέρου η όποια ανοσολογική απάντηση είναι πεπερασμένη στην ισχύ της. Όπως ένας στρατός μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό εισβολέων σε μία χρονική στιγμή, με τον ίδιο τρόπο το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό ιών σε μία χρονική στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πιθανότητα να είναι επιτυχής η εισβολή του ιού μπορεί να μη μηδενίζεται, αλλά μειώνεται δραματικά με τον εμβολιασμό.
Πόσο μειώνονται αυτές οι πιθανότητες με τα τρέχοντα εμβόλια;
Η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος μετά από έκθεση στον ιό 14 ημέρες αφού έχει λάβει και τις δύο δόσεις των εμβολίων που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι μέχρι τρεις φορές μικρότερη από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Στη συνέχεια, αφού μολυνθεί ένας εμβολιασμένος, η πιθανότητα να νοσήσει βαριά είναι μειωμένη κατά οκτώ φορές από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται για τον εμβολιασμένο σε μία εξαιρετικά μικρότερη πιθανότητα να καταλήξει στο νοσοκομείο, σε ΜΕΘ ή να πεθάνει εξαιτίας της λοίμωξης με τον ιό.
Τον τελευταίο καιρό ακούγονται παραδείγματα με ανθρώπους που έχουν εμβολιαστεί αλλά έχουν κολλήσει τον ιό. Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα εμβόλια έχουν χάσει την ισχύ τους έναντι των νέων στελεχών ή ότι τα εμβόλια δεν προσφέρουν προστασία;
Οι καθηγητές επαναλαμβάνουν ότι τα εμβόλια μειώνουν την πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος αλλά δεν τη μηδενίζουν. Έτσι, λοιπόν, σε έναν πληθυσμό που έχει εμβολιασθεί το 70% πλήρως και με δεδομένο ότι μειώνεται η πιθανότητα μόλυνσης τρεις φορές ως αποτέλεσμα του εμβολιασμού, αναμένουμε φυσιολογικά το 40% των διαγνώσεων να αφορά εμβολιασμένους και το 60% να αφορά μη εμβολιασμένους.
Ποια ήταν, λοιπόν, η συνδρομή του εμβολιασμού σε αυτήν την περίπτωση;
Καταρχήν, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αν δεν είχε γίνει εμβολιασμός ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν τουλάχιστον τρεις φορές υψηλότερος (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι εμβολιασμένοι έχουν πολύ μικρότερη πιθανότητα να μεταδώσουν τον ιό όταν κολλήσουν και άρα ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν κατά πολύ υψηλότερος αν δεν είχε γίνει ο εμβολιασμός).
Πρόκειται, λοιπόν, για μία δραματική μείωση καταρχήν στον αριθμό των κρουσμάτων. Επιπλέον, αυτό το 40% των εμβολιασμένων που έχουν μολυνθεί έχουν, ωστόσο, σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά, συνεπώς πολύ λίγοι από αυτούς θα οδηγηθούν σε νοσοκομεία, Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ή θα καταλήξουν.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι η ανοσολογική απάντηση, ακόμα και από το πιο ισχυρό εμβόλιο, είναι πεπερασμένη. Συνεπώς, η διαρκής έκθεση σε υψηλά ιϊκά φορτία, δηλαδή οι επαφές πολύ υψηλού κινδύνου, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μόλυνση ακόμα και τους πλήρως εμβολιασμένους με ισχυρή ανοσολογική απάντηση. Για αυτόν τον λόγο, καταλήγουν οι δύο καθηγητές, οι εμβολιασμένοι στις δραστηριότητες πολύ υψηλού κινδύνου θα πρέπει να διατηρούν τα μέτρα ατομικής προστασίας και προσωπικής υγιεινής, ιδίως όταν πρόκειται για ευπαθείς ομάδες.